Μεσοβδόμαδα μεσημέρι. Στα Εξάρχεια. Ζέστη. Στα ένδοξα Εξάρχεια. Στα Εξάρχεια που οι άνθρωποι βγαίνουν ακόμα στις πλατείες, που παίζουν μουσικές, που κάνουν τα parking-πάρκα, που η δασκάλα έφερε την τάξη να δει «τι όμορφα πράγματα» ζωγραφίζουν τα παιδιά στον τοίχο στην άλλη γωνία.
Στα Εξάρχεια της ελεύθερης σκέψης, της αποδοχής της διαφορετικότητας, της αντιρατσιστικής και αντιφασιστικής ιδεολογίας. Όλοι έχουν θέση εδώ. Και όλοι είναι ίσοι, μαύροι άσπροι καφετιοί και κίτρινοι. Όλοι εκτός απο τους μπάτσους. Και εκτός από τους φασίστες, και εκτός από τους ρατσιστές, αλλά όλοι! Και εκτός από τους πρεζέμπορες. Αλλά όλοι οι υπόλοιποι, ναι.
Μεσημέρι. Μεσοβδόμαδα. Εξάρχεια. Ζέστη πολύ ζέστη. με όλα τα παράθυρα ανοιχτά, (πώς να τολμήσω με τόσο που έχει πάει η ΔΕΗ να βάλω air-condition), θόρυβος και σκόνη, facebookάρω, διαβάζω ένα κειμενάκι που έχει postaρει γνωστή και αγαπημένη ηθοποιός για τους αιγύπτιους στο Πέραμα που τους σάπισαν στο ξύλο, ένα πολύ όμορφο και συγκινητικό κείμενο για ένα πολύ άσχημο ξύλο.
Έκλεισα τα παράθυρα και έβαλα το air-condition στο φουλ. Το απόγευμα διηγήθηκα το περιστατικό στους φίλους μου. Με ρώτησαν λέπτομερειες. Επεξεργάστηκαν τις πληροφορίες και μου ανταπάντησαν «Δεν ήταν χρυσαυγίτες, δικοί μας ήταν», και «έχει ξεφύγει η κατάσταση με την πρέζα.»
Όντως έχει ξεφύγει. Αλλά και η εικόνα ενός ανθρώπου να χτυπιέται από τρεις άλλους δεν έλεγε να ξε-φύγει από τα μάτια μου.
Το ίδιο βράδυ ένας φίλος καλός έπινε ρακές στην Μπενάκη, καινούργιο κορίτσι και τέτοια κατάσταση, εθελόντρια για τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους πάσχοντες, εθελόντρια γενικά αυτή, «πού μένει, στη Φιλοθέη ή στην Εκάλη;» ρώτησε ο κυνικός εαυτός μου «κάπου εκεί» μου ήρθε η απάντηση και χαμογέλασα.
Βράδυ λοιπόν, Εμμανουήλ Μπενάκη ρακές και κόσμος καλοκαιρινός, ο φίλος, η φίλη εθελόντρια και 2 φίλοι της φίλης εθελόντριας, ο ένας φαντάρος ειδικές δυνάμεις φρέσκο αδειούχος και ξενερωμένος με την κατάσταση του φανταριλικιού. Περισσότερες λεπτομέρειες δεν ξέρω καλός, κακός, αριστερός, δεξιός, τίποτα. Ο φίλος της φίλης εθελόντριας λοιπόν φορούσε μπλουζάκι του ελληνικού στρατού. Και μετά τις τρεις ρακές νιώθει κάποιους να τον πλησιάζουν.
«Ή βγάλε την μπλούζα ή φόρα την ανάποδα» ήρθε η διαταγή από τους άγνωστους πίσω του. Αυτός απόμεινε να κοιτάει, η μπλούζα; Τι;
«Φασίστα! Βγάλτη είπα!»
Αποτέλεσμα μια σπασμένη μύτη και διάσειση.
«Φασίστα! Βγάλτη είπα!»
Αποτέλεσμα μια σπασμένη μύτη και διάσειση.
Αναρωτιέμαι τελικά για το πρόσωπο του τέρατος. Και αναρωτιέμαι και για το πού ανήκω εγώ, και οι φίλοι μου και οι φίλοι φίλων –ακόμη και οι εθελοντές. Και για το πόσο ο φασισμός και η βία είναι τελικά ένα ένστικτο βιολογικά συνυφασμένο με το είδος μας, αυτό μου αποδεικνύουν οι καιροί. Και για το πού μπορώ να βρω καταφύγιο όταν να… όλα γκρεμίζονται, όπως τώρα.
Φόβος! ΦΟΒΟΣ! φόβος........
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι φοβερό, για όποιον του έτυχε, ν' ακούς κραυγές, εκκλήσεις για βοήθεια. Κι αν δεν είσαι απ' αυτούς που κλείνουν το παράθυρο, αλλά από εκείνους που ανοίγουν τη πόρτα? Κινδυνεύει η ζωή σου και η φήμη της διανοητικής σου κατάστασης. Ηλίθιο κι ανόητο θα σε αποκαλέσουν οι πιο αγαπητοί προς συμμόρφωση σου.
Στο ΕΞΑΘΛΕΙΑ 2.0 τελειώνει με το παρακάτω και επισκίασε τη σκέψη μου αν είναι ένα καλό τέλος, η ανάμνηση και μόνο του dogville.
""Ξεκλειδώνω την είσοδο και κοιτάω στη γωνία στο σκοτάδι να βγει η Nicole Kidman ως Grace Margaret Mulligan και να μου ψιθυρίσει «All I see is a beautiful little town in the midst of magnificent mountains. A place where people have hopes and dreams even under the hardest conditions».""