Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω παιδί. Σκεφτόταν. Οι μέρες περπατούσαν, περνούσαν, γινόντουσαν σκιές σε βαθύ σκοτάδι. Συνέχισε να χάνει μέρες, μετρώντας μέρες που έχασε. Μονολογούσε μόνος, πετούσε τη μάταιη ματιά του στο βωμό της βέβηλης θρησκείας του. Ως άλλος ιεροφάντης καθ-ιέρωσε τα απεγνωσμένα ουρλιαχτά των Σειρήνων, τους καταραμένους ολολυγμούς του Σίσυφου, την ακονισμένη σπάθη του Δαμοκλή. Ένιωθε κάθε μέρα απ’ την αρχή το ίδιο τέλος, τελείωναν απ’ την αρχή τους όλες οι μέρες, μα στο τέλος άρχιζε η κάθε μέρα ξανά και ξανά. Και αυτό φάνταζε ως η πιο αμείλικτη απειλή που έσκαβε την πιο βαθειά πληγή σε ένα αλώβητο κορμί. Τέλος και ένα βέλος είχε καρφωμένο μες στο στέρνο, αυτό το στερνό αντίο πάσχιζε να του ξεριζώσει την ψυχή. Περιμάζευε απ’ τους ανέμους κομμάτια ονείρων, τα πότιζε με αύρα θεϊκή και τα ‘σπερνε σε παραμυθένιους κήπους. Μες στην κατάνυξη της πιο βουβής απελπισίας τα κοιτούσε να ξυπνούν, να αργοσαλεύουν, να θεριεύουν. Κυκλώθηκε απ’ τις σκιές τους, στροβιλιζόταν μετέωρα μέσα στην περιδινούμενη ομίχλη και αυτή η άχλη θάμπωνε κάθε βλέμμα. Σωριάστηκε στο βλ-αίμα, καθώς αφέθηκε να σκαλίζει ψέμα πάνω στο δέρμα, σαν χαρακιές σε άυλα -άσωτα- σώματα.
Όταν μεγαλώσω θέλω να
γίνω παιδί. Αναρωτιόταν. Λέξεις που γίνονται έξεις, βουλές που γίνονται ουλές,
ερεθισμοί που γίνονται εθισμοί. Μια μυρωδιά γλυκιάς μελαγχολίας κατακλύζει κάθε
αίσθηση, μουδιάζει το μυαλό, πανιάζει κάθε σκέψη. Ιλιγγιώδεις λήθαργοι
πασπαλίζουν με χρυσόσκονη τη σκονισμένη αλήθεια, χειμαρρώδεις χίμαιρες με
τίποτα ξεπλένουν πολλά απ’ τα πολλά απόλυτα. Σκίζει με ενοχή κουρέλια που
φόρεσαν οι πιο πιστές εκείνες ψευδαισθήσεις, στολίζει με λύσσα τα λούσα που
χαρίζουν με αφθονία οι ζωτικές εκείνες αυταπάτες. Αυταπάτη, η πιο άπατη απάτη.
Σαν άτι παίρνει φόρα να πηδήξει πάνω απ’ το επικίνδυνο χάσμα, μα η φορά αυτή
μοιάζει με κύκνειο άσμα. Πλάσμα παράξενο η πλάνη, πλανιέται άπληστα με τα
πλείστα πλοκάμια της ‘πλωμένα. Ξεθυμασμένα μυρωδικά, απ’ τη μοίρα αθετημένοι
όρκοι. Ξόρκι μανιασμένης νεράιδας σε ξεσπορίζει στον αέρα και από πρίγκιπα σε
κάνει βάτραχο.
Όταν μεγαλώσω θέλω να
γίνω παιδί. Φοβόταν. Ποια πληγή του Φαραώ είσαι σήμερα; -το αύριο- Ποιο
θανάσιμο αμάρτημα είσαι σήμερα; -το χθες-. Κατάφερνε να αναπολεί το μέλλον λες
και είχε αποθέσει εκεί τους πιο ακριβούς που υπάρχουν θησαυρούς. Κι όμως, θα
δυσκολευόταν πολύ να πιστέψει στον εαυτό του, αν δεν ήταν σίγουρος πως υπήρχε.
Αγωνία, αδιέξοδα, απελπισία. Το α το στερητικό, στερεί κάθε επιθυμία, στερεύει
κάθε διάθεση. Πίστευε μόνο στον Αλή μπαμπούλα και τους 40 φόβους. Όλη τη μέρα
μαδούσε μαργαρίτα, ζωή με μη ή μη ζωή; Ημιζωή. Μέσα στη λήκυθο εξαϋλώθηκαν οι
πιο πολύτιμες στιγμές, εξατμίστηκαν οι πιο δυνατές σιωπές. Και τώρα. σαν αόρατο
πέπλο σκεπάζουν κάθε χθες. Δεν είναι αργά για χθες, έλεγε. Ποτέ δεν είναι χθες
για να είναι αργά, διόρθωνε. Δεν χθες ποτέ να αργά είναι για, συμπέρανε.
Τίμος Κατάλογος
Σκέφτομαι να κάνω επίσκεψη, να βρω έναν κομψό τρόπο για να πω ότι μνήμες παίρνω, μνήμες αφήνω και αναλογίζομαι αν αυτό είναι ότι καλύτερο έχω διαβάσει εδώ και πολύ πολύ καιρό. Δεν ξέρω όμως σε τι γλώσσα να σου μιλήσω Τίμο και δείχνω ατολμία. Αυτά τα στερητικά α....
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου άρεσε πολύ!!!