Ο Λουκάς
εφαγκελίστικε ότι θα γενιθεί ο Χριστός. Τότε ο θεός πέζη μια του ανγκέλου κε
λέει του.
Γλάκα μωρέ στη γη να βρις το Μαριό κε να του ιπής πως θα γενήσι το
Χριστό. Κράθιε του και τούτονε το κρίνο. Θα δεχτεί πιο εύκολα.
Κε ετσά γλακά ο
άνγκελος στη γη επίγε κι ιβρίκεν το Μαριό και ίπε του.
Μαρία εσί δε το κατές μα
είσαι βαρεμένο γιατί θα γενήσις το Χριστό κε το Μαριό τότε λέει.
Όφου! Όφου!
Ίντα παθα! Και ίντα νε τανά απού μου μιλίς. Ας είναι όμως. Θα τονέ γενήσο το
Χριστό… ποιος άντρας όμως θα με παντρευτί;
Και ίπετζι ο άνγκελος. Μι
στεναχοράσε συ Μαριό κε επίε ο άνγκελος στον Ιωσίφ κε του λέει.
Ιωσίφ το Μαριό
ειναι βαρεμένο από το θεό κε θα γενήσι το Χριστό. Συ όμως θα το παντρευτίς κε
δε θα σε νειάζει πράμα.
Τότε ο Ιωσίφ που δεν επίστεψε λέξι από τα λόγια του
ανγκέλου επαντρεύτικε το Μαριό κε όντενε γενούσε έδωκε εντολί να σφάξουνε όλα
τα μορά του κόσμου.