Ο ηγέτης των θρυλικών Μόντι Πάιθον, ο αεικίνητος Τζον Κλιζ, μας μυεί στο πραγματικό νόημα της ζωής.
Mόντι Πάιθον. Τζον Κλιζ. Δεν υπάρχουν πιο εμβληματικές λέξεις στην παγκόσμια τέχνη, στο κομμάτι της κωμωδίας, τα τελευταία 40 χρόνια. Οι Μόντι Πάιθον ήταν έξι Βρετανοί οι οποίοι με τα κείμενά τους και τις ταινίες τους επηρέασαν όχι μόνο τον βρετανικό πολιτισμό, αλλά και πολλούς δημιουργούς σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα ονόματα και των έξι έχουν δοθεί από αστρονόμους σε αστεροειδείς: 9617 Grahamchapman, 9618 Johncleese, 9619 Terrygilliam, 9620 Ericidle, 9621 Michaelpalin και 9622 Terryjones. Τα αιρετικά σενάρια των ταινιών «Το αδελφάτο των ιπποτών της ελεεινής τραπέζης», «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης» και «Το νόημα της ζωής» έχουν χαρακτηριστεί φιλοσοφικά κείμενα και διδάσκονται σε πολλά πανεπιστήμια, ιδίως της Αγγλίας αλλά και της Αμερικής· το αριστουργηματικό τέλος στο «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης», με τον πρωταγωνιστή σταυρωμένο να τραγουδάει «Always Look on the Bright Side of Life», κληροδότησε στην ανθρωπότητα ένα μελωδικό σύνθημα αισιοδοξίας, καλώντας μας να κοιτάμε πάντα τη φωτεινή πλευρά της ζωής.
Ο 72χρονος Τζον Κλιζ, ο «αρχηγός» αυτής της ομάδας, κινήθηκε και εντός της, αλλά και παράλληλα: Έτσι προέκυψαν η ταινία «Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα», αλλά και παλαιότερα, στα μέσα των 70s, η κλασική τηλεοπτική σειρά του ΒΒC «Fawlty Towers». Από αυτή τη σειρά, από ένα μνημειώδες επεισόδιο με τίτλο «Οι Γερμανοί», γεννήθηκε η διάσημη πλέον φράση «Don’t mention the war» (μην αναφέρεις τον πόλεμο), η οποία διαχύθηκε τόσο στην παγκόσμια κουλτούρα, ώστε έγινε ακόμη και τραγούδι για το Μουντιάλ της Γερμανίας το 2006.
Αυτόν τον πολυσχιδή κύριο Κλιζ συναντήσαμε το περασμένο Σαββατοκύριακο στην Πύλο, όπου είχε έρθει για να συμμετάσχει στα γυρίσματα της νέας ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», τα σκηνικά της οποίας θυμίζουν πίνακες ζωγραφικής. «Μέσα σε τέσσερις ημέρες πήγα στο Σικάγο, στο Χιούστον, στο Κέιπ Τάουν, στο Γιοχάνεσμπουργκ και μετά ήρθα στην Ελλάδα. Οπότε, χθες και σήμερα είναι οι πρώτες μέρες που ξεκουράζομαι ώσπου να αρχίσω τα γυρίσματα. Έχω και πυρετό από ένα κρύωμα, οπότε ας κουβεντιάσουμε να τα ξεχάσω όλα». Αυτή ήταν η πρώτη φράση που μας είπε με ένα απίστευτα λαμπερό βλέμμα. Έπειτα από μία ώρα, αυτός ο πολύ κουρασμένος, πολύ κρυωμένος σπουδαίος Βρετανός, θα μας έκανε να φύγουμε από τη συνέντευξή μας βλέποντας τον κόσμο με εντελώς άλλη ματιά.
Στην τηλεοπτική σειρά «Fawlty Towers», ως Μπάζιλ Φόλτι, είχατε πει τη διάσημη πλέον φράση «Don’t mention the war» (μην αναφέρεις τον πόλεμο), ώστε να μην παρεξηγηθούν οι γερμανοί πελάτες του πανδοχείου σας. Θα σας πρότεινα, αυτή την εποχή που ήρθατε στην Ελλάδα, να «μην αναφέρετε τους Γερμανούς». «Σύμφωνοι. Θα τους αποκαλώ Ερμανούς».
Ωραία. Ασχολείστε πολύ με την πολιτική, έτσι δεν είναι; «Ναι, αλλά τα δύο τελευταία χρόνια ασχολούμαι πολύ λιγότερο».
Γιατί; «Επειδή ερωτεύτηκα».
Αυτός είναι ένας καλός λόγος. «Φυσικά! Δεν μπορείς να ασχολείσαι ιδιαίτερα με την πολιτική όταν ερωτεύεσαι. Δεν γίνεται».
Εχετε δίκιο. Τον έρωτα πρέπει να τον παίρνουμε σοβαρά. Βλέπουμε, άλλωστε, τι παθαίνουν οι πολιτικοί όταν ερωτεύονται. Κινδυνεύουν να διαλύσουν το σύμπαν. «Ο έρωτας είναι τελικά αυτό που στην πραγματικότητα αναζητεί πάντα η ανθρώπινη ψυχή. Και εγώ, λοιπόν, εδώ και δύο χρόνια, ζω τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής μου με μια γυναίκα η οποία είναι κατά 31 χρόνια νεότερή μου».
Υπάρχει κάτι στον χαρακτήρα αυτής της γυναίκας ή ίσως κάτι που να συνέβη και σας έκανε να παραδοθείτε εντελώς στον έρωτα; «Κατ’ αρχάς έχουμε την ίδια ματιά στα πράγματα. Έχουμε, για παράδειγμα, το ίδιο χιούμορ. Υπάρχει όμως και μια στιγμή μας, η οποία ήταν καταπληκτική και αποφασιστική. Ένα βράδυ, πριν από περίπου δύο χρόνια, και αφού ήμασταν ήδη μαζί για κάποιο διάστημα, αποφάσισα να κάνω τη μεγάλη πρόταση. Της λέω λοιπόν: “Θέλω να ζήσουμε μαζί την υπόλοιπη ζωή μας”. Αυτή με κοίταξε και μου απάντησε: “Μα εσύ θα πεθάνεις σε πέντε χρόνια”. Αυτό ήταν, από τότε είμαστε μαζί!».
Έχετε πει ότι ο χαρακτήρας της μητέρας σας σας οδήγησε να κάνετε ψυχανάλυση επί χρόνια. «Αλήθεια είναι αυτό».
Πώς γίνεται εσείς που είστε ένα πραγματικά σπουδαίο μυαλό να μην μπορείτε να διευθετήσετε αυτό το θέμα με την κοινή λογική; «Πιστεύω πολύ στη δύναμη του υποσυνείδητου. Εσείς δεν θελήσατε ποτέ να κάνετε ψυχανάλυση;».
Όχι. Δεν ένιωσα την ανάγκη. «Όταν το νιώσετε, μη διστάσετε. Επίσης να σας πω ότι κάνετε λάθος, δεν είμαι σπουδαίο μυαλό, είμαι απλώς ένας έξυπνος άνθρωπος. Για να ήμουν ένα πραγματικά λαμπερό πνεύμα, θα έπρεπε να έχω σπουδάσει κάτι σε βάθος. Είμαι απλώς ένας άνθρωπος που έχει κάποιες έξυπνες ιδέες και μπορώ εύκολα να τις βάλω σε μια σειρά για να γράψω κείμενα και σενάρια. Σπουδαία μυαλά μπορούν να γίνουν, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μόνο αυτοί που σπουδάζουν ένα αντικείμενο και εμβαθύνουν σε αυτό».
Δεν είμαι σίγουρος αν έχετε δίκιο. «Έτσι είναι. Σκεφτείτε το και μου απαντάτε στο τέλος της συνέντευξης».
Σύμφωνοι. Υπάρχει, λοιπόν, κάτι πολύ σημαντικό που να συνειδητοποιήσατε για τη ζωή έπειτα από τόσα χρόνια που δημιουργείτε κωμωδία τόσο υψηλού επιπέδου; «Ναι. Τώρα που μεγάλωσα, έχω καταλάβει ότι η ζωή είναι μάταιη. Και αυτό είναι πάρα πολύ αστείο».
Αστείο; «Ναι, γιατί όταν είσαι νέος ελπίζεις για τα πάντα. Ελπίζεις για το ένα, ελπίζεις για το άλλο και τρέχεις πίσω από τις ελπίδες σου. Μεγαλώνοντας, κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ξαφνικά ότι όλο αυτό είναι μάταιο και σου φαίνεται πολύ αστείος ο εαυτός σου που έτρεχε τόσα χρόνια. Είναι πολύ ανακουφιστική αυτή η σκέψη και μετά αρχίζεις να ζεις τη ζωή σου».
Φανατικούς πιστούς μπορούν να δημιουργήσουν η θρησκεία, η πολιτική, αλλά και η κωμωδία. Ετσι δεν είναι; «Και τα σπορ, μην ξεχνάτε τα σπορ».
Σωστά. Το γεγονός ότι έχετε πιστούς παγκοσμίως, και κυρίως νέους ανθρώπους, αυξάνει καθόλου την υποχρέωσή σας όταν γράφετε τα κείμενα; «Όχι, ποτέ δεν επηρεάστηκα από κάτι τέτοιο. Από αλλά, άσχετα πράγματα έχω επηρεαστεί κατά περιόδους. Η καλύτερη συγγραφική μου περίοδος ήταν από το 1965 ως το 1980, μολονότι το “Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα” το έκανα το 1987. Έπειτα έκανα ένα λάθος, το οποίο δεν ντρέπομαι παραδεχτώ: Παντρεύτηκα μια γυναίκα που ήθελε πολυτελή ζωή και εγώ είχα γίνει ένας τύπος που έκανε οτιδήποτε για να βγάλει χρήματα και να ικανοποιήσει αυτή την πολυτελή ζωή. Ήμουν αξιολύπητος. Αυτό το γεγονός από μόνο του με άφησε έξω από την πραγματική παραγωγή κάποιας μορφής τέχνης. Για να είσαι ουσιαστικά παραγωγικός στην τέχνη σου, θέλεις χρόνο να σκεφτείς τα πράγματα και να τα δουλέψεις μέσα σου χωρίς πίεση. Εγώ τότε έκανα ακριβώς το αντίθετο. Τώρα, όμως, έχω βρει ξανά τον αληθινό εαυτό μου και ετοιμάζω διάφορα πράγματα. Έχω καλές ιδέες και στα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια θα έχω μια πάρα πολύ παραγωγική περίοδο καλλιτεχνικά».
Είναι ιδιαίτερο αυτό που συνέβη με την ταινία «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης». Ο Τζορτζ Χάρισον, ένας από τους Beatles που άλλαξαν την ιστορία της μουσικής, έβαλε τα λεφτά, χωρίς να γνωρίζει τίποτε άλλο, για να γίνει η ταινία που άλλαξε την ιστορία της κωμωδίας. Αυτό δεν είναι μαγικό; «Ναι, πραγματικά είναι. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, αλλά υπάρχει κάτι μαγικό σε αυτή την κίνηση που έκανε ο Τζορτζ. Φανταστείτε ότι δεν υπήρχε ούτε ένα στούντιο ούτε ένας παραγωγός στην Αγγλία ή στο Χόλιγουντ που να δεχόταν να βάλει τα λεφτά. Ούτε ένας. Εγώ τότε είχα εγκαταλείψει εντελώς τη σκέψη ότι θα γυριστεί η ταινία και είχα κλείσει να πάω στη Βιέννη για να κάνω μια ταινία με τον Πίτερ Σέλερς. Και ξαφνικά βρέθηκε ο Τζορτζ Χάρισον που μας έδωσε τα χρήματα για την ταινία».
Και πώς τον πείσατε; «Δεν χρειάστηκε να κάνω κάτι. Ενώ μιλούσαμε στο τηλέφωνο και του εξηγούσα τα προβλήματα, μου το πρότεινε εκείνος. Ξαφνικά, μου λέει με την πολύ χαρακτηριστική προφορά του από το Λίβερπουλ: “Θα βάλω εγώ τα λεφτά”. Αιφνιδιάστηκα και αμέσως τον ρώτησα γιατί ήθελε να χρηματοδοτήσει την ταινία. Μου απάντησε με την ίδια βαριά προφορά: “Γιατί θέλω να τη δω”».
Έπειτα από αυτό δεν θα έπρεπε να πιστέψετε και λίγο στη μεταφυσική πλευρά των πραγμάτων; «Πιστεύω απόλυτα στη μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι, αλλά πιστεύω ότι υπάρχει».
Στην ταινία «Ένα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα», ως σεναριογράφος βάλατε ένα ψάρι στον κεντρικό ρόλο. Γιατί το κάνατε αυτό;
«Επειδή τα ψάρια έχουν μερικές ικανότητες που δεν τις έχει κανένα άλλο πλάσμα στον πλανήτη, ούτε καν ο άνθρωπος».
Πείτε μου μια τέτοια ικανότητα. «Μπορούν να ζήσουν για πάντα κάτω από το νερό».
Ναι, αλλά και ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει έξω από το νερό, ενώ το ψάρι δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. «Ναι, αλλά ο άνθρωπος θα ήθελε πάρα πολύ να ζήσει κάτω από το νερό, αλλά δεν μπορεί. Το ψάρι δεν θέλει να ζήσει έξω από αυτό».
Δηλαδή λέτε έμμεσα ότι ο Χριστός περπάτησε πάνω στο νερό γιατί δεν μπορούσε να πάει υποβρύχια; «Ασφαλώς. Δεν είχε αυτή την ικανότητα».
Είστε άθεος λοιπόν; «Είμαι, με τον τρόπο που το θέτει η Εκκλησία. Πιστεύω, όμως, ότι υπάρχει κάποια ευφυΐα που διατρέχει το Σύμπαν».
Μισό λεπτό. Αυτή η ευφυΐα στην οποία πιστεύετε μπορεί να ζήσει κάτω από το νερό ή είναι σαν τον δικό μας τον Χριστό, οπότε θα ξαναρχίσουμε την ίδια κουβέντα; «Μη βρίζεις την ευφυΐα μου. Βλάσφημε».
Οταν γράφατε το «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης», ή κάποιο άλλο από τα έργα σας, νιώσατε καθόλου την ύπαρξη αυτής της «ευφυΐας» γύρω σας; «Δεν μου το έχουν ξαναρωτήσει αυτό, οπότε θα σας πω κάτι που δεν το έχω ξαναπεί. Κάποιες φορές πράγματι την είχα νιώσει. Είναι εκείνες οι στιγμές που, ενώ δημιουργείς, νιώθεις ότι το δικό σου πνεύμα έχει ευθυγραμμιστεί με κάτι άλλο εκεί έξω και αυτό τελικά σε οδηγεί στο συμπέρασμα ότι “κάτι γίνεται”».
Νιώθετε καμιά φορά σαν να μην είστε εσείς, ότι κάποιος άλλος γράφει τα κείμενά σας; «Όχι ακριβώς. Δεν θα το περιέγραφα έτσι, αλλά κάποιες στιγμές που δημιουργείς νιώθεις ότι κάτι γίνεται. Εδώ και λίγα χρόνια με ενδιαφέρουν πολύ οι εμπειρίες των ανθρώπων που έχουν “πεθάνει” για λίγο, έχουν βγει από το σώμα τους και επιστρέφουν».
Αν είχατε τη δυνατότητα να αλλάξετε μόνο ένα πράγμα στη σημερινή κοινωνία, ποιο θα ήταν αυτό; «Θα αντέστρεφα την κουλτούρα των διασημοτήτων».
Το θεωρείτε τόσο σημαντικό αυτό; «Η σύγχρονη κουλτούρα των διαφόρων διασημοτήτων, η οποία περνάει μέσα από τον Τύπο και τα ΜΜΕ, είναι αυτή που έχει κάνει τον κόσμο να πιστεύει ότι μια καλή δημιουργική ζωή, με φίλους, οικογένεια και καλούς συνεργάτες, δεν είναι αρκετή, και ότι πρέπει να έχεις οπωσδήποτε χρήματα και φήμη. Σε όλες τις εποχές η κουλτούρα των διασημοτήτων είναι πάντα αυτή που αναβαθμίζει ή υποβαθμίζει όλες τις υπόλοιπες κουλτούρες των ανθρώπων. Εδώ και αρκετά χρόνια, λοιπόν, υποβαθμίζει τα πάντα. Θέλω να πω… Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ; Εκατομμύρια στερλίνες, για τι πράγμα ακριβώς; Ολόκληρη η αγγλική κοινωνία επί χρόνια είχε πρότυπο τον Μπέκαμ. Ολοι λένε ότι είναι πολύ καλό παιδί, και εγώ που τον γνώρισα για λίγο συμφωνώ. Αλλά τι είδους πρότυπο μπορεί να είναι για μια κοινωνία;».
Εννοείτε ότι είναι μια ιδιότυπη μορφή κλινικής τρέλας η οποία μας φαίνεται φυσιολογική επειδή ζούμε σε αυτήν, αλλά σε κάποια χρόνια θα τη δούμε πιο καθαρά; «Είναι κανονική ψυχοπάθεια. Όλοι θέλουν να γίνουν αναγνωρίσιμοι με οποιονδήποτε τρόπο, να δουν τη φωτογραφία τους στις εφημερίδες και στα περιοδικά, για να νιώσουν γεμάτοι. Και οι άνθρωποι οι οποίοι είναι πραγματικά πολύ σημαντικοί και παράγουν έργο, όπως οι επιστήμονες, δεν επιδιώκουν ποτέ να δουν τη φωτογραφία τους στα έντυπα και έτσι όλοι οι υπόλοιποι νομίζουν για αυτούς ότι είναι κάποιοι τρελοί».
Για την παγκόσμια κρίση που έχει χτυπήσει ιδιαίτερα την Ευρώπη τι γνώμη έχετε; «Αυτή την εποχή βρίσκω ότι η πολιτική είναι πολύ καταθλιπτική. Ρεαλιστικά, οι πολιτικοί δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα δραματικά και σε σύντομο χρόνο. Μπορούν όμως να κάνουν αλλαγές μέσα στον χρόνο, οι οποίες όλες μαζί και έπειτα από χρόνια θα βελτιώσουν τη ζωή μας. Αυτή την εποχή, όμως, δεν κάνουν απολύτως τίποτα. Οι τράπεζες και οι τραπεζίτες έχουν τον πρώτο λόγο. Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι τόσο πλούσιοι και ταυτόχρονα πάρα πολλοί άλλοι, απίστευτα φτωχοί. Φυσικά αυτό δεν θα έπρεπε να είναι έτσι και οι πολιτικοί απλώς κάθονται και το παρατηρούν».
Από όλους τους πολιτικούς χώρους; «Εδώ και χρόνια οι πολιτικοί είτε είναι αριστεροί, είτε κεντρώοι, είτε δεξιοί, μοιάζουν με πολύχρωμους παπαγάλους. Απλώς λένε λόγια, χωρίς να έχουν αντίληψη του τι πραγματικά σημαίνουν αυτά που λένε».
Οι νέοι άνθρωποι, όμως, πρέπει να ενδιαφέρονται για την πολιτική. Δεν συμφωνείτε; «Φυσικά. Απλώς να έχουν στο μυαλό τους ότι υπάρχουν περίοδοι που οι άνθρωποι είναι πιο αισιόδοξοι και περίοδοι που είναι πιο απαισιόδοξοι. Αν κοιτάξουν προς τα πίσω, θα καταλάβουν ότι έτσι είναι η Ιστορία του ανθρώπου. Κάποιες εποχές τα πράγματα γίνονται καλύτερα και κάποιες άλλες χειρότερα. Όταν ήμουν νέος αναζητούσα το ιδανικό πολιτικό σύστημα που θα μπορούσε να κάνει όλους τους ανθρώπους ευτυχισμένους για πάντα. Αυτό πρέπει να επιθυμούν όλοι οι νέοι, αλλά αυτή την περίοδο ξέρω ότι είναι αδύνατο».
Πιστεύετε ότι όσοι γράφουν κωμωδία μπορούν να δουν την τραγωδία της ζωής πιο καθαρά από τους υπόλοιπους; «Νομίζω ότι είναι θέμα ανθρώπου. Υπάρχουν κάποιοι που έχουν την ικανότητα να παρατηρούν τη ζωή με πιο αυθεντικές σκέψεις και με πιο αυθεντικό τρόπο. Γενικά, όμως, οι άνθρωποι τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν πολύ πιο λογικοί και πιο δίκαιοι μεταξύ τους. Πλέον δεν είναι. Επίσης, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι έχουμε, σε παγκόσμιο επίπεδο, απαίσια μέσα ενημέρωσης. Είναι πολύ ανειλικρινείς και ανέντιμες οι εφημερίδες και τα περιοδικά παγκοσμίως, και η Δημοκρατία εξαρτάται πολύ από τον έντιμο Τύπο».
Εσάς αρχικά σάς αντιμετώπισε εχθρικά ο Τύπος. Όταν κάποιος δημιουργεί κάτι που είναι μπροστά από την εποχή του, σχεδόν όλοι οι σύγχρονοί του δεν το καταλαβαίνουν ή το χλευάζουν και είναι επιθετικοί απέναντι το έργο του. Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο λόγος; «Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν τους παρουσιάζεις κάτι πραγματικά νέο, χρειάζονται χρόνο για να το συνηθίσουν. Σε εμάς στην αρχή αυτό ήταν ο κανόνας. Πριν από το “Ενας προφήτης, μα τι προφήτης”, είχαμε τεράστιο πρόβλημα με τη σειρά που κάναμε στην τηλεόραση, τους “Μόντι Πάιθον”, και μετά και με το “Fawlty Towers”. Συμπτωματικά, πριν από έναν μήνα είχαμε μια παρόμοια κουβέντα με τη σύζυγο του Χάρολντ Πίντερ. Μιλούσαμε και θυμήθηκε ότι το πρώτο έργο που είχε γράψει ο Πίντερ, το “Πάρτι γενεθλίων”, το κατέκριναν όλα τα μέσα, εκτός από έναν κριτικό που είχε γράψει καλά λόγια, και μετά κατέκριναν και τον ίδιο. Και τώρα, το “Πάρτι γενεθλίων” θεωρείται ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας τέχνης. Ως θεατής ή αναγνώστης πρέπει να είσαι ο ίδιος μπροστά από την εποχή σου για να μπορέσεις να διακρίνεις τα έργα που είναι μπροστά από την εποχή τους».
Στο σενάριο της ταινίας «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε «θα το κάνω»; «Κατάλαβα αμέσως ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Ξέρω πολλά για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έχω διαβάσει και γνωρίζω πολλά για αυτό το κομμάτι της Ιστορίας, όπου εσείς οι Έλληνες ήσασταν υπόδουλοι στους Τούρκους. Την ιστορία του Βαρβάκη, όμως, δεν την ήξερα και αυτό μου κέντρισε πολύ το ενδιαφέρον. Ηταν όμως πολύ σημαντικό ότι τα γυρίσματα γίνονται στην Ελλάδα, με έλληνα σκηνοθέτη και πολλούς έλληνες ηθοποιούς. Αν μου πρότειναν για την ίδια ιστορία να κάνω τα γυρίσματα στη Νότια Αφρική ή στην Καλιφόρνια, νομίζω ότι δεν θα με ενδιέφερε καθόλου».
Δηλαδή σας κέντρισε το ενδιαφέρον ότι η ταινία θα έχει έλληνες συντελεστές και άρα θα αποτελεί μια όσο το δυνατόν πιο αυθεντική εκδοχή της ιστορίας; «Ναι, γιατί έτσι μπορεί να γίνει μια εμπειρία ζωής, αλλιώς δεν ξέρω αν θα είχε κάποιο νόημα. Παλιά όλα τα στήριζα στη λογική. Αυτό συμβαίνει όταν προέρχεσαι από μια καθαρά αγγλική κουλτούρα και την παράδοση της Οξφόρδης, ή του Κέιμπριτζ, από όπου προέρχομαι εγώ. Τώρα κάνω σχεδόν τα πάντα από ένστικτο και αυτό συμβαίνει επειδή, λόγω ηλικίας, έχω μεγαλύτερη σοφία. Τώρα εμπιστεύομαι τη διαίσθηση που έχω για τα πράγματα. Υπάρχει πάρα πολλή σοφία στο μυαλό των ανθρώπων, αλλά το πρόβλημα είναι πώς έρχεσαι σε επαφή μαζί της».
Ξέρατε ότι ο Βαρβάκης είναι σχεδόν άγνωστος στους Έλληνες; «Αλήθεια; Μου κάνει εντύπωση».
Αλήθεια είναι. Αν σταματήσετε 100 Έλληνες στον δρόμο και τους ρωτήσετε ποιος ήταν ο Βαρβάκης, οι 95 θα σας απαντήσουν ότι «ήταν κάποιος, μάλλον ευεργέτης, με πολλά λεφτά, ο οποίος τα έδωσε για να γίνουν μια αγορά και ένα σχολείο». «Μου κάνει εντύπωση. Από την άλλη, όμως, δεν θα έπρεπε, αφού και οι σύγχρονοι Εγγλέζοι δεν έχουν ιδέα από την ιστορία τους. Θα σας πω κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχω ξαναπεί: Τον περασμένο Μάρτιο ξεκίνησα να γράφω ένα βιβλίο μαζί με έναν φίλο μου, τον Μάθιου ντ’Ανκόνα, ο οποίος είναι ιστορικός και δημοσιογράφος στην“Telegraph” και εκδότης του περιοδικού “Spectator”. Θα είναι ολόκληρη η Ιστορία της Αγγλίας».
Η Ιστορία της Αγγλίας γραμμένη από τον Τζον Κλιζ. Θα γίνει μπεστ σέλερ. «Δεν ξέρω. Εγώ απλώς γράφω την Ιστορία της Αγγλίας όπως πιστεύω ότι θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία. Πιστεύω ακράδαντα ότι αν ένας λαός δεν γνωρίζει την Ιστορία του, δεν έχει ιδέα και πού πηγαίνει. Εσείς στην Ελλάδα γνωρίζετε αρκετά για τους αρχαίους Έλληνες;».
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Λίγοι έχουν μελετήσει σοβαρά την Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Το μόνο που γνωρίζουμε καλά είναι να καυχιόμαστε ότι είναι οι πρόγονοί μας. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι που γνωρίζουν πολύ περισσότερα στοιχεία, αλλά αυτοί το κάνουν για να τα χρησιμοποιήσουν για άλλον λόγο και είναι συνήθως ακροδεξιοί και εθνικιστές. «Μην ανησυχείτε. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην Αγγλία και στην Αμερική και παντού. Συνήθως οι ακροδεξιοί είναι αυτοί που φροντίζουν να μάθουν κάποιες λεπτομέρειες παραπάνω από την Ιστορία, για να τις χρησιμοποιήσουν».
Δεν θα ήταν πολύ ωραίο, έστω μία φορά, να γράψετε ένα δραματικό κείμενο με το οποίο να κάνετε τους θεατές από κάτω να κλαίνε ασταμάτητα; «Το σκέφτομαι πολλές φορές. Αυτή η σκέψη μού προκαλεί μια παράξενη ηδονή. Αλλά δεν νομίζω ότι θα το αποφασίσω ποτέ».
Ποια είναι η πιο αστεία ατάκα που έχουμε δει σε ταινία σας και ήταν προϊόν αυτοσχεδιασμού; «Ξέρω ότι είναι απίστευτο, αλλά δεν υπάρχει ούτε μία τέτοια ατάκα. Οτιδήποτε έχετε δει στον κινηματογράφο ή στην τηλεόραση από τους Μόντι Πάιθον, ή από εμένα, ήταν γραμμένο από πριν στο χαρτί. Κυριολεκτικά, δεν υπάρχει ούτε μία. Ξέρω ότι ακούγεται απίστευτο, αλλά έτσι ακριβώς είναι. Αν θέλετε να καταλάβετε πραγματικά τους Μόντι Πάιθον, θα πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι ήμασταν έξι συγγραφείς, όχι έξι ηθοποιοί. Γι’ αυτό και δεν τσακωθήκαμε ποτέ για το ποιος θα παίξει ποιον ρόλο. Τσακωνόμασταν μόνο για τα κείμενα. Αν ήμασταν ηθοποιοί, θα τσακωνόμασταν για τους ρόλους».
Και πώς ακριβώς γράφατε; «Μαζευόμασταν και οι έξι, ανταλλάσσαμε διαρκώς ιδέες και μετά φεύγαμε ο καθένας χωριστά ή το πολύ σε δυάδες, και ξαναγυρίζαμε με τα κείμενά μας. Εκεί υπήρχαν πολλές διαφωνίες για το υλικό».
Δεν θεωρούσατε κάποιοι από εσάς τα κείμενα των άλλων ανόητα; «Πολύ συχνά, αλλά ήμασταν τόσο βέβαιοι ότι στο τέλος το αποτέλεσμα θα ήταν καλό».
Ξέρατε ότι οι Μόντι Πάιθον έχουν γίνει μέρος της συνεννόησής μας στην Ελλάδα; Οταν συμβαίνει κάτι εντελώς σουρεαλιστικό, λέμε «αυτό είναι από ταινία των Μόντι Πάιθον». Οταν δε συμβαίνει κάτι θεότρελο, λέμε: «Αυτό ούτε οι Μόντι Πάιθον δεν θα το σκέφτονταν». «Αλήθεια; Μου κάνει εντύπωση αυτό. Υπάρχει και στην Αγγλία τέτοια έκφραση. Οταν συμβαίνει κάτι πραγματικά παράξενο, λένε τη φράση “αυτό είναι παράδοξο των Πάιθον”. Πριν από δύο εβδομάδες στη βρετανική τηλεόραση έκαναν ένα αφιέρωμα για τις ημέρες που βγήκε στους βρετανικούς κινηματογράφους το “Ενας προφήτης, μα τι προφήτης”. Τότε, λοιπόν, υπήρξε μια φοβερή τηλεοπτική διαμάχη στην τηλεόραση του BBC, όπου από τη μία ήμουν εγώ και ο Μάικλ Πάλιν, και από την άλλη ένας υπερσυντηρητικός επίσκοπος και ένας άλλος τύπος που έκανε θρησκευτικές εκπομπές. Ηταν τόσο συγκλονιστική αυτή η αντιπαράθεση τότε, ώστε σε αυτό το τωρινό αφιέρωμα έβαλαν τέσσερις ηθοποιούς να παίξουν τους ρόλους μας».
Απογυμνώσατε τις θρησκείες σε μια εποχή «συγκεκαλυμμένου Μεσαίωνα». «Δεν τα βάλαμε με τη θρησκεία, αλλά με τους ανθρώπους που “εφαρμόζουν” τις θρησκείες. Οι εκπρόσωποι του Θεού έχουν κάψει ανθρώπους επειδή απλώς δεν συμφωνούσαν με τη δική τους εκδοχή αγάπης προς τον πλησίον και ταυτόχρονα συνέχιζαν να λένε ότι αυτό υποδείκνυε ο λόγος του Χριστού. Υπάρχει μια φράση που θεωρώ σπουδαία: “Οι ιδέες δεν είναι υπεύθυνες για τους ανθρώπους που τις κουβαλάνε”».
Αλήθεια, ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει στην καριέρα του ένας κωμικός; «Να μη συνειδητοποιήσει ότι όταν κάνεις κωμωδία, κάνεις κυρίως αποτυχίες. Αν κοιτάξετε όλους τους μεγάλους κωμικούς, έχουν κάνει πολλές ταινίες, οι οποίες ήταν αποτυχίες, και ενδιάμεσα κάνουν και κάποια πράγματα που είναι εκπληκτικά ή ακόμη και ιδιοφυή. Αυτό συμβαίνει επειδή εκείνο που προσπαθεί να κάνει ένας κωμικός είναι τόσο ασυνήθιστο, που είναι πιο κοντά στην αποτυχία. Ομως δεν είναι καθόλου το ίδιο με αυτούς που κάνουν δράμα. Αν, για παράδειγμα, σας ζητήσω αυτή τη στιγμή να μου αναφέρετε 50 σπουδαίες δραματικές ταινίες, θα το κάνετε εύκολα. Αν σας ζητήσω να μου πείτε δέκα σπουδαίες κωμωδίες, θα δυσκολευτείτε. Ο Γούντι Αλεν, για παράδειγμα, είχε πάνω από 20 χρόνια να κάνει μια καλή ταινία».
Ο Γούντι Άλεν δεν σας αρέσει δηλαδή; «Μου άρεσε παλιά, αλλά τώρα πια δεν μου κινεί το ενδιαφέρον να τον παρακολουθήσω. Όμως αυτό που θαυμάζω πολύ σε αυτόν είναι ότι συνεχίζει να δημιουργεί γιατί αγαπά αυτό που κάνει. Το δικό μου πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν ήμουν ταγμένος στο να κάνω κάτι συγκεκριμένο. Έκανα τηλεόραση, έκανα κινηματογράφο, γράφω κάποιο βιβλίο και γενικά πηγαίνω από το ένα αντικείμενο στο άλλο. Κάνω κάθε φορά αυτό που με ενδιαφέρει. Θαυμάζω αφάνταστα ανθρώπους όπως ο Μπουνιουέλ και ο Μπέργκμαν, οι οποίοι κάνουν μια συγκεκριμένη δουλειά σε όλη τους τη ζωή και είναι αφοσιωμένοι, αλλά εγώ δυστυχώς δεν είμαι έτσι».
Ναι, αλλά και εσείς έχετε κάνει σπουδαία πράγματα. «Οχι. Αυτό που έχω κάνει καλλιτεχνικά στη ζωή μου είναι απλώς μερικά καλά πράγματα: Τους Μόντι Πάιθον, το “Ενας προφήτης, μα τι προφήτης”, το “Fawlty Towers” ή το “Ενα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα”. Αυτό είναι όλο. Θέλω να συνεχίσω να κάνω πράγματα τα οποία μπορεί να είναι άλλα καλά, άλλα λιγότερο καλά, και βλέπουμε».
Υπάρχει μια κωμωδία την οποία να έχετε ζηλέψει επειδή δεν την έχετε γράψει εσείς; «Μισό λεπτό να σκεφτώ. Υπήρχαν κάποιες περιθωριακές κωμωδίες που έβγαζε πολύ παλιά ένα στούντιο στο Λονδίνο, τις οποίες τις ζήλευα πολύ όταν ήμουν νέος. Αλλά αν θέλετε να σας πω μια ολόκληρη ταινία, δεν μου έρχεται κάποια στο μυαλό. Μόνο κάποιες σκηνές από ’δώ κι από ’κεί».
Σας αναγνωρίζουν πολλοί όταν περπατάτε στους δρόμους του Λονδίνου; «Σχεδόν όλοι. Επίσης στην Ολλανδία και στη Σουηδία με αναγνωρίζουν πολλοί. Στην Ιταλία ή στην Ισπανία με αναγνωρίζουν πολύ λίγοι».
Αν περπατήσετε στους δρόμους της Αθήνας, οι πιο πολλοί νομίζω ότι θα σας αναγνωρίσουν. Βέβαια μάλλον θα εκπλαγούν στην αρχή μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι είστε εσείς, αλλά μετά σίγουρα θα σας αναγνωρίσουν. «Αλήθεια; Θα κάνω έναν περίπατο όταν θα έρθω. Ελπίζω να έχει έναν υπέροχο ήλιο. Έχετε όλον τον χρόνο τέτοια λιακάδα στην Ελλάδα;».
Ναι, σχεδόν συνέχεια. «Εμείς στην Αγγλία έχουμε μια εθνική γιορτή που τη γιορτάζουμε μία ημέρα του χρόνου και την ονομάζουμε “καλοκαίρι”. Στην Αγγλία μπορεί να περάσουν εβδομάδες και όλα να είναι γκρίζα και γι’ αυτό οι άνθρωποι απομονώνονται, δεν είναι ανοιχτοί».
Ίσως γι’ αυτό, όπως έχετε πει, οι Άγγλοι είναι ο λαός του «sorry»; «Φυσικά. Όταν οι Άγγλοι ξεκινούν μια πρόταση, για παράδειγμα “θέλω αυτό” ή “δώσε μου αυτό”, απλώς δείχνουν και λένε “sorry”. Όλες οι προτάσεις τους ξεκινάνε με το “sorry” και καμιά φορά τελειώνουν και εκεί. Τώρα που το σκέπτομαι, αυτή τη βόλτα στον ήλιο τη χρειάζομαι πάρα πολύ, γιατί είμαι πάρα πολύ στενοχωρημένος. Τις τελευταίες εβδομάδες έχασα τρεις πολύ αγαπημένους μου φίλους και είναι πολύ βαριές για μένα αυτές οι απώλειες. Ήταν και ξαφνικές, δεν τις περίμενα».
Ειλικρινά, λυπάμαι πολύ για αυτό. «Το πιστεύω ότι λυπάστε. Το κατάλαβα».
Γιατί το λέτε αυτό; «Γιατί, χωρίς να γνωρίζετε τι μου έχει συμβεί, υποσυνείδητα δεν με πιέσατε όλη αυτή την ώρα να γίνω αστείος».
Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 13 Νοεμβρίου 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου