Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Μανιφέστο «φθηνής» πόλης

ΑΣ ΞΑΝΑΔΟΥΜΕ ΛΙΓΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ «Βγαίνουμε Αθήνα» του Δήμου Αθηναίων που έχει στόχο κάθε Τρίτη φθηνότερες τιμές στα καταστήματα εστίασης του Κέντρου. Σε πρώτη -και βιαστική- ανάγνωση μπορεί να πει κανείς «ωραία κίνηση, φθηνότερη διασκέδαση, την χρειαζόμαστε». Είναι όμως πραγματικά έτσι; Φτάνει μια τέτοια πρωτοβουλία για να επιστρέψει ο κόσμος στο γκρίζο Κέντρο;


ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ΜΕ ΠΟΙΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ κάνουν την πρόταση οι αρμόδιοι του Δήμου, αλλά πιστεύω ότι θα ’πρεπε να την σκεφτούν καλύτερα, και αυτό διότι οι υψηλές τιμές δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο τα καταστήματα του Κέντρου υποφέρουν και κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Αν μιλούσαμε για ένα αστικό περιβάλλον, καθαρό, περιποιημένο, οργανωμένο και ασφαλές τότε θα μπορούσαμε ίσως να εστιάσουμε στο (μείζον) ζήτημα της ακρίβειας και να πούμε «άντε ρε παιδιά, ας κάνουμε όλοι μαζί μια προσπάθεια να μειώσουμε το κέρδος μας μπας και δούμε χαΐρι και προκοπή, και όταν λέμε όλοι, εννοούμε όσοι τελικά μπορούν και γουστάρουν».

ΟΜΩΣ ΑΝ ΟΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ότι μια μέρα με μειωμένες τιμές στα μπαράκια, τα εστιατόρια και τα καφέ είναι αρκετή για να αναστραφεί το άσχημο κλίμα στην πόλη μας, τότε σίγουρα είναι αλλού νυχτωμένοι. Ούτε λίγο - ούτε πολύ, πληρώνω μια μικρή περιουσία στα δημοτικά τέλη, και φυσικά δεν είμαι ο μοναδικός. Για έναν δρόμο βρώμικο, κακοφωτισμένο, επικίνδυνο, σε μια πόλη βρώμικη, κακοφωτισμένη, μίζερη και επικίνδυνη. Τα τέλη που πληρώνουν τα καταστήματα εστίασης είναι επίσης υψηλά αλλά ο Δήμος πολλάκις απών όταν επιβάλλεται η παρουσία του για την αντιμετώπιση πλήθους προβλημάτων. Ναι, συμφωνώ απολύτως ότι υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις στο Κέντρο των οποίων οι τιμές είναι αδικαιολόγητα υψηλές -συγκριτικά με τις υπηρεσίες που προσφέρουν.

ΩΣ ΓΝΩΣΤΟΝ ΣΤΟ ΓΚΑΖΙ (για παράδειγμα) οι τιμές είναι σχεδόν αστρονομικές με τον καφέ γύρω στα 3 και ευρώ, και τα ποτά από 7 ευρώ και πάνω και αυτό σε ένα κακόγουστο περιβάλλον στο οποίο οι λέξεις «αισθητική» και «ευγένεια» είναι άγνωστες, αν όχι εχθρικές. Και εδώ, ο Δήμος δεν πήρε κανένα μέτρο ώστε κατ’ αρχάς να προστατέψει την ιστορική και αρχιτεκτονική κληρονομιά της περιοχής (100 μέτρα από τον Κεραμεικό) αφήνοντας τους ιδιοκτήτες των μαγαζιών της νύχτας να κάνουν ότι νομίζουν με τις προσόψεις των επιχειρήσεών τους, κάτι που μας έφερε αντιμέτωπους με «ναούς» κακογουστιάς και φθήνιας.

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ, ΠΡΙΝ ΤΗΝ «ΑΝΑΠΛΑΣΗ» της περιοχής, τα κτίσματα αυτά ήταν σχεδόν ερειπωμένα δεν ξέρω αν δίνει στον καθένα το δικαίωμα να κάνει ότι γουστάρει για να τραβήξει την προσοχή του κόσμου στο νέο του τσαρδί. Ήταν ίσως μια χαμένη ευκαιρία από την πλευρά της πόλης να βάλει ένα όριο στην ασυδοσία (είδαμε το ίδιο θλιβερό φαινόμενο και στου Ψυρρή, στο Μοναστηράκι, ακόμα και στην Πλάκα). Καφέ-μπαρ που θυμίζουν το μεθυσμένο Φαληράκι (στην καλύτερη) και την Κόλαση του Δάντη (στην χειρότερη) ξεφύτρωσαν σαν μανιτάρια με χυδαίες μουσικές (τα περισσότερα), με εξωφρενικές τιμές (λες και βρισκόμαστε στο Παρίσι) και με περισσότερες «μπόμπες» στα ποτήρια τους από όσες διαθέτει το κρυφό οπλοστάσιο του Ιράν.

ΣΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ ΟΠΟΥ ΠΑΡΑ ΤΗ ΓΚΛΑΜΟΥΡΙΑ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΡΚΕΤΑ ΚΑΛΑ για να καταλαβαίνουν τι σημαίνει “happy hour” -και όπου έπρεπε να αφήσεις ένα χέρι ή ένα μάτι ως αντίτιμο ενός ποτού -ανακάλυψαν τώρα τι σημαίνει άδεια τραπέζια, άδεια καταστήματα, άδειες ζωές. Ξαφνικά, τα “happy hour” δίνουν και παίρνουν (όπως, όμως, και η εμμονή με τα 9 και ευρώ για ένα ποτό εκτός της συγκεκριμένης ώρας) σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσουν τον Τιτανικό του Δήθεν. Και εδώ, λοιπόν, η κίνηση του Δήμου έφτασε πολύ αργότερα από την σκληρή πραγματικότητα.

ΕΠΕΙΔΗ ΟΜΩΣ ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ στην οποία ο καθένας έχει την ελευθερία να καθίσει όπου επιθυμεί, να πιει αδιαμαρτύρητα το Τσέρνομπιλ και να πληρώσει γι αυτό όσα βαστάει η τσέπη του, κανείς δεν μπορεί να επιβάλει σε έναν ιδιοκτήτη τις τιμές της επιχείρησής του («αν δεν σου αρέσει κύριος να πας αλλού» λέγεται αυτό στα μοντέρνα ελληνικά της πιάτσας). Η πρωτοβουλία «Βγαίνουμε Αθήνα» δεν υποχρεώνει κανέναν ν’ ακολουθήσει, όμως δημιουργεί, όπως προσπάθησε να μου εξηγήσει μαγαζάτορας «ένα κακό προηγούμενο από την άποψη ότι αν κάποιος δεν ρίξει τις τιμές του τις Τρίτες θα χάσει πελάτες» (λες και είχε πολλούς, αλλά τέλος πάντων).

ΔΕΝ ΧΑΝΩ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ, να γράφω και να κηρύσσω εναντίον των υψηλών τιμών, σε σημείο που φοβάμαι ότι γίνομαι γραφικός. Για μένα (παλιά καραβάνα της πάλε ποτέ καλής νύχτας) η διασκέδαση είναι δικαίωμα όλων. Όπως δεν συμφωνούσα ποτέ με την μόδα της διαλογής κόσμου στην είσοδο των κλαμπ (απομεινάρι μιας ξενόφερτης τάσης του ‘70 και του ‘80) άλλο τόσο δεν συμφωνώ με την αισχροκέρδεια. Όταν μου λένε «μα, σε Λονδίνο/Παρίσι/Βρυξέλλες/Νέα Υόρκη κλπ, οι τιμές είναι ανάλογες» μου κάνουν το νεύρο κρόσσι διότι προφανώς όσοι το λένε ξεχνούν πως σε εκείνες τις μητροπόλεις υπάρχει Πολιτισμός σε όλα τα επίπεδα. Δεν σε σερβίρουν με ξινισμένα μούτρα σαν να σου κάνουν χάρη, δεν πίνεις τον καφέ που σου πετάνε στην μούρη ή το ποτό σου δίπλα σε σκουπίδια, δεν σε αναγκάζει ο κάθε dj/βούρλο να ακούς την Άννα Δύση Τουρλουμπούκη, τον Σάκη Αφωνίδη ή την κάθε ξέκωλη Τσακίρα Τσακίδια στην διαπασών -επειδή μεράκλωσε η παρέα του- και τέλος δεν σου δίνουν να πιεις το δηλητήριο επειδή είναι η ζωή σου ένα μαρτύριο. Στις πόλεις με τις οποίες τολμούν να συγκρίνουν την Αθήνα, κάθεσαι σε ιστορικά μαγαζιά τα οποία μοιάζουν με μουσεία και στα οποία έχουν καθίσει πριν από σένα μορφές των Γραμμάτων και της Τέχνης, στο ίδιο τραπέζι και στην ίδια καρέκλα, ενώ εδώ έχουμε μετατρέψει σε σούπερ μάρκετ ή έχουμε αφήσει να γκρεμιστούν ακόμα και τα σπίτια των δικών μας προσωπικοτήτων (ένα κομψότατο Zonar’s είχαμε και το έκαναν καφετέρια, χαλαρά). Εκεί στα ξένα λοιπόν, κάθεσαι να τσιμπήσεις κάτι σε απίστευτου μοντέρνου design περιβάλλοντα, δίπλα σε καθαρούς δρόμους, φροντισμένους κήπους, λαμπερά κτίρια. Εκεί λοιπόν, να πληρώσω το ποτό μου και 7 και 8 ευρώ. Εδώ, στην μασχάλη της Αττικής που ονομάζεται Κέντρο των Αθηνών, γιατί να το κάνω;

ΕΠΙ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΖΟΥΣΑΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΞΟΔΕΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΞΟΔΕΥΑΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΖΟΥΜΕ τρέχοντας να προλάβουμε το εξπρές της Κατανάλωσης στο οποίο είχε επιβιβαστεί πριν από εμάς ο Δυτικός Κόσμος. Τα έχουμε ξαναπεί. Δυστυχώς όμως, αυτή η νοοτροπία του «στερημένου παιδιού» που θέλει σώνει και ντε τζιπάκι επειδή το έχει και ο συμμαθητής του δεν μας έχει αφήσει ολότελα. Βγαίνει ο κάθε μπουρτζόβλαχος για ποτό με το Cayenne, πίνει τον νοθευμένο Βόσπορο και οδηγώντας μεθυσμένος παίρνει και μερικούς στο λαιμό του, ενώ τα μαγαζιά της νύχτας χρεώνουν και για πάρκινγκ σε πεζοδρόμια, δρόμους και πλατείες με την ανοχή του Δήμου και της αστυνομίας.

Η ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ δεν οφείλεται στην τωρινή οικονομική κρίση -αφού ως γνωστόν η κατάρρευσή του έχει αρχίσει εδώ και χρόνια κάνοντας ουκ ολίγους να μιλούν, και δικαίως, για μεθοδευμένη κίνηση μεγάλων συμφερόντων. Όσα εμπορικά καταστήματα είναι ακόμα ανοιχτά στην Ερμού (έναν από τους ακριβότερους δρόμους της Ευρώπης!) και τα πέριξ, δεν θα γεμίσουν με πελάτες οι οποίοι θα κατέβουν τις Τρίτες στο Κέντρο για να πιουν «φθηνό» καφέ. Ας μην ξεχνάμε ότι τα ίδια εμπορικά καταστήματα εδώ και χρόνια πωλούσαν κουρέλια σε τιμές Haute Couture που οι ψωροφαντασμένοι Έλληνες τα αγοράζαμε με δανεικά κι αγύριστα. Τώρα, μας παρακαλούν ξαφνικά να πάρουμε τα ίδια εκείνα και χειρότερα τσουρούτικα τσίτια σε τιμές «κάτω του κόστους»… ενώ εμείς δεν έχουμε να φάμε. Όταν οι παλιότεροι ενός διαφορετικού ήθους και μεγαλύτερης εμπειρίας φώναζαν «η φθήνια τρώει τον παρά» οι νεοέλληνες του τσιφτετελιού και της Μυκόνου άκουγαν «το ψώνιο τρώει τον παρά» και το εφάρμοσαν όσο πιο πιστά μπορούσαν, φτάνοντας όμως στο απόλυτο Τίποτα.

ΟΧΙ ΚΥΡΙΟΙ, ΠΟΛΥ ΦΟΒΑΜΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΦΘΗΝΟΤΕΡΟ ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ ΣΑΝΤΟΥΙΤΣ δεν θα μας βάλει στις μπουτίκ της πόλης. Εδώ που φτάσαμε, στον Πάτο του Πολιτισμού, μόνο μια συλλογική και σοβαρότερη αντιμετώπιση της κρίσης θα μπορούσε, ίσως, να βοηθήσει. Απεγνωσμένες κινήσεις σε τοπικό επίπεδο, και χωρίς σοβαρό υπόβαθρο, σκάνε σαν πυροτεχνήματα που τα κοιτάς και ίσα ίσα προλαβαίνεις να βγάλεις ένα επιφώνημα θαυμασμού πριν εξαφανιστούν πάλι στο πυκνό σκοτάδι της απελπισίας.

ΓΙ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ δεν βλέπω τα, πιθανά, πλεονεκτήματα μιας «φθηνής» Τρίτης. Αντιθέτως -και αυτό είναι προσωπική εκτίμηση- θεωρώ αυτή την κίνηση κάτι σαν ελεημοσύνη, αντιπερισπασμό, ως άστοχη προσπάθεια να μεταφραστεί η εγκληματική αδιαφορία της Πολιτείας σαν έμπρακτο ενδιαφέρον προς τον άμοιρο πολίτη. Για μένα, θα είχε νόημα μια καθαρότερη πόλη, καλοφωτισμένοι δρόμοι, φιλόξενες πλατείες, πράσινα φροντισμένα πάρκα, συντριβάνια που λειτουργούν, δημόσιες τουαλέτες που λειτουργούν, πεζοδρόμια χωρίς μηχανάκια και παρκαρισμένα αυτοκίνητα, ράμπες για τα Άτομα με Κινητικά Προβλήματα παντού -και όχι μόνο για το θεαθήναι των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004- για να αναφέρω λίγα μόνο παραδείγματα. Μέσα στο αστικό Τέλος της Λογικής στο οποίο μας έχουν αναγκάσει να ζούμε, ένας φθηνότερος καφές και μια μειωμένης τιμής «μπόμπα» μια φορά την εβδομάδα, δεν νομίζω ότι θα μας σώσει, ούτε ότι θα μας βγάλει από τα ερμητικά κλειστά σπίτια μας. Σε μια πόλη πλημμυρισμένη από νεκροζώντανα πρεζάκια που βαράνε ενέσεις δίπλα στα παιδιά μας και που η αστυνομία κάθεται και κοιτάζει άπρακτη δεν αρκεί ένα γεύμα των 10 ευρώ προκειμένου να νοιώσουμε πάλι άνθρωποι.
ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝ ΤΟ ΓΚΑΡΣΟΝΙ με την ξινισμένη μούρη και την τζάμπα μαγκιά μας δώσει μαζί με τον ρημαδοκαφέ και ένα μαντήλι να δέσουμε τα μάτια μας, μια αντιασφυξιογόνο μάσκα να βουλώσουμε την μύτη μας και λίγο βουλοκέρι για τ’ αυτιά μας. Αν ακόμα «βγαίνουμε Αθήνα» είναι επειδή την αγαπάμε όπως ο γονιός ένα προβληματικό παιδί που συγχωρεί τις αταξίες του. Όμως, αυτό το διαβολόπαιδο δεν θα μεγαλώσει ποτέ; Δεν θα μάθει ποτέ; Να το πάρουμε απόφαση δηλαδή.

Ο Νικήτας Καραγιάννης εργάζεται ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Με τη φωτογραφική του μηχανή έχει καλύψει πολλά ρεπορτάζ για εφημερίδες όπως το Bήμα. Όταν δεν ταξιδεύει (μια φορά πήγε στο Μαϊάμι και κάθισε δέκα χρόνια) παίζει μουσική σαν dj για καλούς φίλους.

http://www.doctv.gr/page.aspx?itemID=SPG2240




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...