Της Έλεν Μίκσινς Γουντ
Το θέμα μας εδώ είναι τα
δικαιώματα και η προάσπισή τους σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία ανισοτήτων. Θα θεωρήσω δεδομένο ότι όλοι μας πιστεύουμε στα ανθρώπινα δικαιώματα -με κάποια έννοια του όρου. Ας ξεκινήσουμε από την υπόθεση ότι όλα τα ανθρώπινα όντα, και μόνον λόγω της ανθρώπινής τους υπόστασης, έχουν δικαίωμα σε κάποιες στοιχειώδεις συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας οι οποίες πρέπει να γίνονται σεβαστές από τους άλλους, όχι μόνον τους άλλους ανθρώπους αλλά επίσης, και κυρίως, από τους ανθρώπους στην εξουσία και από τα κράτη. Είμαι σίγουρη πως αυτό είναι κάτι στο οποίο κάθε αναγνώστης θα συμφωνούσε.
Είμαι επίσης σχεδόν βέβαιη ότι είναι γενικά αποδεκτό – και μάλιστα καθολικά αποδεκτό, σε ένα κοινό όπως εσείς εδώ σήμερα, ότι αυτές οι βασικές συνθήκες ελευθερίας και αξιοπρέπειας περιλαμβάνουν ένα σύνολο αναπαλλοτρίωτων ατομικών ελευθεριών και πολιτικών
δικαιωμάτων, την ελευθερία του λόγου, της σκέψης και του συναθροίζεσθαι, το
δικαίωμα στην ίση μεταχείριση απέναντι στον νόμο, το
δικαίωμα ψήφου και ούτω καθεξής.
Ωστόσο στις αρχές του 21ου αιώνα, αυτή είναι απλώς η αρχή της συζήτησης περί
δικαιωμάτων. Η ερώτηση που τίθεται συχνά είναι εάν τα ανθρώπινα δικαιώματα όχι μόνον ξεκινούν από τα κοινωνικά και πολιτικά
δικαιώματα, αλλά και εξαντλούνται σε αυτά. Η Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 60 χρόνια πριν, για παράδειγμα, έκανε λόγο για οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά
δικαιώματα, αλλά η αντιπαράθεση πάνω σε αυτά τα ζητήματα παραμένει ακόμα και σήμερα έντονη.
Υπάρχουν κάποιοι, κυρίως σε προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, που υποστηρίζουν ότι τα οικονομικά και κοινωνικά
δικαιώματα απλώς δεν υπάρχουν. Αυτό μάλλον δεν αποτελεί έκπληξη. Δεν υπάρχει απολύτως κανένα μυστήριο στο γιατί κυβερνήσεις προσηλωμένες στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι ιδιαίτερα εχθρικές στις ιδέες των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων. Ακόμα και εκείνοι που πιστεύουν στην κατοχύρωση κάποιων βασικών υλικών και κοινωνικών συνθηκών για όλους, δεν θέλουν να τα ονομάσουν
δικαιώματα. Υποστηρίζουν ότι είναι απλά θεωρητικές προσδοκίες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους διαθέσιμους πόρους και δεν μπορούν να επιβληθούν από τα δικαστήρια κατά τον ίδιο τρόπο που επιβάλλονται τα ατομικά και πολιτικά
δικαιώματα. Θα μπορούσα κάλλιστα να αφιερώσω όλη την υπόλοιπη ομιλία μου παρουσιάζοντας επιχειρήματα εναντίον όσων δεν δέχονται μια διευρυμένη έννοια
δικαιωμάτων, όσων πιστεύουν ότι τα
δικαιώματα είναι εξ ορισμού ατομικά και πολιτικά και όχι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά. Θα μπορούσα να πω ότι τα κοινωνικά
δικαιώματα είναι το ίδιο θεωρητικά όσο τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ακόμα και όταν απαιτούν περισσότερους πόρους. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τι συμβαίνει στις χώρες όπου οι άνθρωποι ακόμα αγωνίζονται για τα πολιτικά και ατομικά τους
δικαιώματα, σε μέρη όπου αυτά τα δικαιώματα είναι ακόμα στη σφαίρα του θεωρητικού ιδεώδους. Ή θα μπορούσα να δείξω με επιχειρήματα ότι η πλήρης πραγμάτωση των ατομικών και πολιτικών
δικαιωμάτων εξαρτάται σε τελευταία ανάλυση άμεσα από την ικανοποίηση κάποιων βασικών υλικών και κοινωνικών συνθηκών.
Προτιμώ όμως να κάνω μια διαφορετική επισήμανση. Θέλω να εγείρω ερωτήματα για το πώς καταρχάς μπορούμε να τραβήξουμε διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα διάφορα είδη
δικαιωμάτων, και θα προτείνω ότι αυτού του είδους η κομψή κατηγοριοποίηση μπορεί να κρύβει κάποιες σημαντικές αλήθειες.
Ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι υποστηρίζουν τη διεύρυνση της οικογένειας των
δικαιωμάτων τείνουν να μιλούν για τα οικονομικά και κοινωνικά
δικαιώματα σαν ξεχωριστές κατηγορίες οι οποίες απλά θα πρέπει να προστεθούν στη λίστα
δικαιωμάτων, δίπλα στα ήδη αναγνωρισμένα ατομικά και
πολιτικά δικαιώματα. Θα τους ακούσετε συχνά να μιλούν για πρόοδο στην ιστορία της κατοχύρωσης των ανθρώπινων
δικαιωμάτων: κάποιες ατομικές ελευθερίες κατοχυρώθηκαν πρώτα νωρίς στην ιστορία της νεότερης Ευρώπης, στη συνέχεια υπήρξε πρόοδος ως προς το
δικαίωμα ψήφου, και τελικά κατοχυρώθηκε το καθολικό
δικαίωμα ψήφου για τον ενήλικο πληθυσμό. Και από την εποχή της εγκαθίδρυσης ευρύτερων πολιτικών
δικαιωμάτων, κυρίως μετά την χειραφέτηση της εργατικής τάξης, παλεύουμε για όλα τα νέα ήδη
δικαιωμάτων που δεν αναγνωρίζονταν παλαιότερα, αυτά που αποκαλούμε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά
δικαιώματα.
Υπάρχει σίγουρα μια μεγάλη δόση αλήθειας σε αυτόν τον τρόπο ανάγνωσης των πραγμάτων σχετικά με τα
δικαιώματα. Έχει κάποια λογική να δει κανείς την ιστορία των
δικαιωμάτων ως μια διαδικασία διεύρυνσής τους από πολιτικά σε οικονομικά και κοινωνικά μέσα από οδυνηρούς αγώνες, η οποία ασφαλώς απέχει πολύ από την ολοκλήρωσή της. Ωστόσο αυτή η ανάγνωση κρύβει παράλληλα κάποια σημαντικά σημεία.
Στην πραγματικότητα, μπορούμε εξίσου εύκολα να διαβάσουμε την ιστορία των δικαιωμάτων σαν μια διαδικασία συρρίκνωσης, όχι διεύρυνσης, των πολιτικών
δικαιωμάτων – όχι σαν μια διαδικασία διεύρυνσης από ένα σύνολο
δικαιωμάτων σε ένα άλλο, αλλά σαν μια διαδικασία συρρίκνωσης των πολιτικών δικαιωμάτων ώστε να αποκλειστούν τα κοινωνικά και τα οικονομικά. Τα πολιτικά
δικαιώματα έχουν σαφώς διευρυνθεί με την έννοια ότι έχουν γίνει πιο καθολικά. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι απολαμβάνουν το
δικαίωμα ψήφου. Ωστόσο την ίδια στιγμή, τα πολιτικά
δικαιώματα έχουν συρρικνωθεί στο βαθμό που πλέον αποκλείουν τόσες πολλές πτυχές της ανθρώπινης ζωής.
Υπήρξε περίοδος όπου λιγότεροι άνθρωποι απολάμβαναν πολιτικά
δικαιώματα, αλλά αυτά τα
δικαιώματα σήμαιναν οικονομικές και κοινωνικές εξουσίες. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Άνθρωποι με πολιτικά
δικαιώματα μπορεί να μην έχουν κοινωνική ή οικονομική ισχύ. Και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο έπρεπε να επινοήσουμε νέες κατηγορίες οικονομικών και κοινωνικών
δικαιωμάτων.
Θα εξηγήσω ευθύς αμέσως τι εννοώ. Με δυο λόγια η ουσία είναι η εξής: σήμερα ζούμε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο, και ο
καπιταλισμός έχει μεταμορφώσει πλήρως το νόημα των πολιτικών
δικαιωμάτων και τη σχέση τους με τα οικονομικά και κοινωνικά
δικαιώματα. Η διακριτική σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομικής δύναμης στον καπιταλισμό είναι ριζικά διαφορετική από ό,τι υπήρχε προ
καπιταλισμού. Ο
καπιταλισμός δημιούργησε μια ξεχωριστή οικονομική σφαίρα με τους δικούς της κανόνες και μορφές εξουσίας. Και τα πολιτικά δικαιώματα έχασαν το οικονομικό και κοινωνικό τους περιεχόμενο.
Την ίδια στιγμή, το σύστημα δημιούργησε ένα νέο φάσμα κοινωνικών προβλημάτων. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ίδια η ιδέα μιας ξεχωριστής σφαίρας κοινωνικών προβλημάτων ανήκει κατεξοχήν στον
καπιταλισμό. Η ιδέα του «κοινωνικού ζητήματος» όπως ονομάστηκε τον 19ο αιώνα, είναι στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του
καπιταλισμού, και την χωρίς ιδιοκτησία εργατική τάξη που δημιούργησε. Και είναι ακριβώς σε συνθήκες
καπιταλισμού που δημιουργήθηκε η ανάγκη να συζητήσουμε για κοινωνικά
δικαιώματα, κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνική ιθαγένεια, κοινωνική οικονομία, και, ναι, κοινωνική εργασία.
Με άλλα λόγια, ακριβώς την περίοδο που τα πολιτικά
δικαιώματα έχασαν το κοινωνικό τους περιεχόμενο, εμφανίστηκε ένα ολόκληρο νέο φάσμα κοινωνικών προβλημάτων, και μια από τις σημαντικότερες συζητήσεις της εποχής μας είναι πως, ή ακόμα εάν, η πολιτική εξουσία του κράτους θα έπρεπε να παρέμβει για την επίλυσή τους.
Είναι ο καπιταλισμός η φυσική τάξη πραγμάτων;
Η όλη συζήτηση για τα
δικαιώματα σήμερα παίρνει ως δεδομένο το καπιταλιστικό σύστημα, σαν να επρόκειτο για κάτι το αναπόδραστο, σαν να είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων, είτε μας αρέσει είτε όχι. Όμως από τη στιγμή που αναγνωρίσουμε την ιδιαίτερη φύση του
καπιταλισμού, το γεγονός ότι εμφανίστηκε σε μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία και έχει συγκεκριμένη αρχή και προφανώς τέλος, από τη στιγμή που αρχίσουμε να λαμβάνουμε υπόψη τις πολύ συγκεκριμένες συνέπειες που αυτό το σύστημα έχει, τότε το όλο ερώτημα περί
δικαιωμάτων μοιάζει διαφορετικό.
Σε καθεστώς
καπιταλισμού τα βασικά αγαθά και υπηρεσίες παράγονται για και αντλούνται από τις αγορές. Πάνω απ΄ όλα όμως είναι ένα σύστημα όπου οι οικονομικοί παράγοντες, εργαζόμενοι και εργοδότες, εξαρτώνται από την αγορά. Η ουσία αυτού του συστήματος είναι η εξάρτηση από την αγορά. Αυτός ο μοναδικός τρόπος οργάνωσης της υλικής ζωής έχει σχετικά μικρό παρελθόν στην ιστορία. Κι άλλες κοινωνίες είχαν αγορές, αλλά μόνο στον
καπιταλισμό η εξάρτηση από την αγορά είναι βασική συνθήκη για τη ζωή των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο εύρος ανθρώπινων δραστηριοτήτων υπόκειται στην αγορά και στους όρους που επιβάλει με τρόπο πρωτόγνωρο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Στον ώριμο
καπιταλισμό, οι εργάτες που παράγουν τα αγαθά και τις υπηρεσίες για όλους εμάς είναι εξαρτημένοι από την αγορά γιατί γενικά ζουν πουλώντας την εργατική τους δύναμη έναντι ενός μισθού. Με άλλα λόγια, η εργατική δύναμη έχει γίνει εμπόρευμα. Οι καπιταλιστές εξαρτώνται από την αγορά για να αγοράσουν εργατική δύναμη και κεφαλαιουχικά αγαθά, και να πουλήσουν αυτά που παράγουν οι εργάτες.
Αλλά σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι το κόλπο. Οι εργάτες πληρώνονται για την εργασία τους. Φαινομενικά αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο από τους αγρότες τους οποίους εκμεταλλεύονταν οι γαιοκτήμονες, αγρότες οι οποίοι έπρεπε να πληρώσουν κάποιου είδους μισθώματος στους γαιοκτήμονες για τη χρήση της γης. Πληρώνονται όμως οι εργάτες σε καθεστώς
καπιταλισμού για όλη τη δουλειά που κάνουν; Για τι ακριβώς πληρώνονται; Στην ουσία πληρώνονται για την εργατική δύναμη που προσφέρουν για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και όχι γι΄ αυτό που ακριβώς παράγουν την περίοδο αυτή. Όποιο κι αν είναι το προϊόν της εργασίας τους, ο καπιταλιστής ιδιοποιείται τη διαφορά μεταξύ του μισθού των εργατών και του προϊόντος ή των υπηρεσιών που θα ρίξει στην αγορά.
Επομένως οι καπιταλιστές ιδιοποιούνται την υπεραξία που παράγεται από τους εργαζόμενους με τη μορφή κέρδους, ακριβώς όπως οι γαιοκτήμονες ιδιοποιούνταν την υπεραξία των αγροτών με τη μορφή της ενοικίασης της γης. Ο Μαρξ δεν ήταν ο μόνος που το αποκάλεσε αυτό εκμετάλλευση. Ακόμα και ο γέρος του φιλελευθερισμού, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, το περιέγραψε κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Καπιταλισμός, ωστόσο, σημαίνει έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο απόσπασης της υπεραξίας των εργατών – δεν γίνεται μέσω άμεσης επιβολής, αλλά μέσω των αγορών.
Θα επανέλθω αργότερα στο τι σημαίνει αυτό για τη συζήτησή μας, και τη σχέση μεταξύ πολιτικών και οικονομικών
δικαιωμάτων. Πρώτα όμως θέλω να θίξω κάποια σημεία σχετικά με τον
καπιταλισμό. Το γεγονός ότι οι καπιταλιστές μπορούν να έχουν κέρδος μόνο αν πουλήσουν επιτυχώς τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στην αγορά, σε μια τιμή μεγαλύτερη από το κόστος παραγωγής τους, σημαίνει ότι το αν θα έχουν κέρδος είναι αβέβαιο.
Οι καπιταλιστές πρέπει να ανταγωνιστούν μεταξύ τους στην ίδια αγορά. Ο ανταγωνισμός είναι, στην πραγματικότητα, η κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού – ακόμα και αν οι καπιταλιστές καταβάλλουν συχνά κάθε προσπάθεια να τον αποφύγουν, δημιουργώντας, για παράδειγμα, μονοπώλια. Όμως οι κοινωνικές συνθήκες οι οποίες, για την εκάστοτε αγορά, καθορίζουν την επιτυχία ή την αποτυχία στον ανταγωνισμού των τιμών είναι πέρα από τον έλεγχο του κάθε καπιταλιστή χωριστά.
Από τη στιγμή που τα κέρδη τους εξαρτώνται από μια ευνοϊκή για αυτούς σχέση κόστους/τιμής, η προφανής τακτική για τους καπιταλιστές είναι να μειώσουν το δικό τους κόστος. Αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα συνεχή πίεση για τη μείωση του κόστους εργασίας. Το οποίο απαιτεί διαρκή πίεση στους μισθούς, στην οποία οι εργάτες πρέπει συνεχώς να προβάλουν αντίσταση. Απαιτεί επίσης και συνεχή βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτό σημαίνει αναζήτηση της δομής οργάνωσης και των τεχνικών μέσων εκείνων που θα επιτρέπουν την απόσπαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης υπεραξίας που παράγεται από τους εργάτες σε δεδομένο χρόνο, με το λιγότερο δυνατό κόστος.
Για να συνεχιστεί αυτή η διαδικασία, απαιτείται ομαλή ροή επενδύσεων, η επανεπένδυση της υπεραξίας. Η επένδυση απαιτεί συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου. Επομένως υπάρχει μια διαρκής ανάγκη μεγιστοποίησης του κέρδους. Η ουσία είναι ότι αυτή η ανάγκη επιβάλλεται στους καπιταλιστές, ανεξάρτητα από τις προσωπικές τους ανάγκες και επιθυμίες. Ακόμα και ο πιο μετριόφρων και κοινωνικά υπεύθυνος καπιταλιστής υπόκειται σε αυτές τις πιέσεις και ωθείται στη συσσώρευση μέσω της μεγιστοποίησης του κέρδους του, απλά και μόνο για να παραμείνει στην αγορά. Μπορούμε να μιλάμε όσο θέλουμε για εταιρική κοινωνική ευθύνη. Αλλά ο ίδιος ο
καπιταλισμός θέτει αυστηρά όρια σε κάτι τέτοιο. Η ανάγκη υιοθέτησης τακτικών μεγιστοποίησης είναι βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος και όχι απλά μια λειτουργία που προέρχεται από ανευθυνότητα ή απληστία – αν και είναι σίγουρα αλήθεια ότι ένα σύστημα που βασίζεται στη λογική της αγοράς αναπόφευκτα θα βάλει σε κυρίαρχη θέση τον πλούτο και θα ενθαρρύνει μια κουλτούρα απληστίας.
Η συνεχής ανάγκη για βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας έχει κάνει τον
καπιταλισμό ένα σύστημα εξαιρετικά δυναμικό. Ωθεί σε συνεχείς τεχνολογικές βελτιώσεις και σε αυτό που παραδοσιακά ονομάζεται οικονομική μεγέθυνση. Αλλά οι ίδιες πιέσεις που υπάρχουν στην αγορά και κάνουν το σύστημα τόσο δυναμικό έχουν επίσης αντιφατικά αποτελέσματα. Ο καπιταλισμός είναι επιρρεπής σε συνεχείς διακυμάνσεις, όχι απλά σε βραχυχρόνιους οικονομικούς κύκλους (business cycles) αλλά και σε συνεχείς κρίσεις πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και υπερπαραγωγής και μια τάση προς μακροχρόνια ύφεση και στασιμότητα.
Δεν είναι το μέρος εδώ να διερευνήσουμε αυτό το περίπλοκο πρόβλημα των κρίσεων του καπιταλισμού. Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω εδώ είναι ότι υπάρχουν μερικά βαθιά ριζωμένα προβλήματα στον
καπιταλισμό που είναι σημαντικά για τη συζήτησή μας. Παρά το δυναμισμό του ο
καπιταλισμός δεν είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος ικανοποίησης σημαντικών ανθρώπινων αναγκών. Ο
καπιταλισμός μπορεί να είναι αποτελεσματικός για την παραγωγή κεφαλαίου και είναι σίγουρα αλήθεια ότι ο
καπιταλισμός έχει δημιουργήσει μεγάλη υλική και τεχνολογική πρόοδο. Ωστόσο υπάρχει μια τεράστια ανισότητα μεταξύ των παραγωγικών δυνατοτήτων που δημιουργεί ο
καπιταλισμός και του τι πραγματικά προσφέρει.
Η παραγωγή δεν καθορίζεται από τις ανάγκες, αλλά από τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Ο καθένας μας, για παράδειγμα, χρειάζεται αξιοπρεπή στέγαση, αλλά καλή και σε προσιτή τιμή στέγαση για όλους δεν είναι επικερδής για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Μπορεί να υπάρχει τεράστια ζήτηση για τέτοιου είδους στέγαση, αλλά δεν είναι αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «αποτελεσματική ζήτηση», δηλαδή το είδος της ζήτησης με βάση τα πραγματικά χρηματικά διαθέσιμα του καθενός. Στην περίπτωση που επενδυθεί κεφάλαιο για τη στέγαση, το πιο πιθανό είναι ότι θα έχει υψηλό κόστος – για ανθρώπους που έχουν τα χρήματα να διαθέσουν. Αυτή είναι η ουσία του καπιταλισμού.
Όπου η παραγωγή κλίνει προς τη μεγιστοποίηση του κέρδους, η κοινωνία μπορεί να έχει τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες. Μπορεί να έχει αρκετά για να ταΐσει, να ντύσει και να στεγάσει ολόκληρο τον πληθυσμό της με ποιότητα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά να έχει μαζική φτώχεια, μεγάλο αριθμό αστέγων και ανεπαρκές σύστημα υγείας. Χρειάζεται κανείς να κοιτάξει απλά τις ΗΠΑ που έχουν ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας στον αναπτυγμένο κόσμο και όπου δεκάδες εκατομμύρια δεν έχουν καμία πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε ανεκτές τιμές. Τι πιθανή δικαιολογία μπορεί να υπάρχει για μια κοινωνία με τέτοιες τεράστιες δυνατότητες παραγωγής πλούτου;
Ο
καπιταλισμός είναι αναποτελεσματικός με μια άλλη έννοια επίσης. Με την έμφαση που δίνει στη μεγιστοποίηση του κέρδους και τη συσσώρευση κεφαλαίου γίνεται υποχρεωτικά ένα σπάταλο και καταστροφικό σύστημα παραγωγής. Καταναλώνει τεράστιες ποσότητες από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και λειτουργεί με βάση τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις του παρά τις μακροπρόθεσμες ανάγκες για ένα βιώσιμο περιβάλλον.
Όλες οι πτυχές της ζωής που γίνονται εμπορεύματα στην αγορά είναι εκτός του πεδίου της δημοκρατικής υπευθυνότητας. Δεν είναι υπόλογες στη θέληση του λαού αλλά στις απαιτήσεις της αγοράς και του κέρδους. Αυτό έχει, όπως φαντάζεστε, τεράστιες συνέπειες στο νόημα των πολιτικών
δικαιωμάτων.
Το Νόημα της Παγκοσμιοποίησης
Και σε σχέση με τον παγκόσμιο
καπιταλισμό; Το σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι μιλάμε και πάλι για καπιταλισμό και όχι για κάποιο άλλο σύστημα που λειτουργεί με βάση άλλους κανόνες. Όταν μιλάμε για παγκοσμιοποίηση, τουλάχιστον στη σημερινή της μορφή, μιλάμε για το ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου που σύρεται μέσα στους μηχανισμούς της καπιταλιστικής αγοράς.
Αυτό δε σημαίνει ότι όλες οι οικονομίες είναι αναπτυγμένοι
καπιταλισμοί ή ακόμα ότι έχουν μπει στο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σημαίνει απλώς ότι οι επιταγές της αγοράς που εκπέμπονται από τις αναπτυγμένες οικονομίες έχουν επιβληθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παντού. Ο κύριος στόχος της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, άλλωστε, δεν είναι να ενθαρρύνει την ανάπτυξη αλλά να μεγιστοποιεί το κέρδος για το κεφάλαιο στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Αν μιλάμε για την παγκοσμιοποίηση των προταγμάτων της αγοράς, δε θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη το ότι όλα τα προβλήματα του καπιταλισμού και της αγοράς έχουν επιδεινωθεί από την ‘παγκοσμιοποίηση’. Είναι ίσως αλήθεια ότι έχει μειωθεί το γενικό ποσοστό των ανθρώπων που ζουν μέσα στη φτώχεια, αλλά αυτό απέχει πολύ από το να είναι η πλήρης εικόνα. Ακόμα και σε προχωρημένες καπιταλιστικές χώρες οι κύριοι ωφελούμενοι από την παγκοσμιοποίηση είναι το 20% με τα υψηλότερα εισοδήματα, ενώ κάποια μέρη του κόσμου όπως η Υποσαχάρια Αφρική έχουν συνολικά περιθωριοποιηθεί και φτωχύνει.
Το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς μεγαλώνει παντού, όχι μόνο ανάμεσα σε Βορρά και Νότο αλλά επίσης στο εσωτερικό των αναπτυγμένων οικονομιών. Κι ενώ αυτό συμβαίνει, ο ρυθμός της οικολογικής υποβάθμισης έχει επιταχυνθεί σε ανησυχητικό βαθμό. Αυτό δε γίνεται απλά και μόνο επειδή ζούμε σε μια παγκόσμια οικονομία. Το ζήτημα είναι ότι ο παγκοσμιοποιημένος
καπιταλισμός δεν κάνει ό,τι κάνει επειδή είναι παγκοσμιοποιημένος αλλά, πάνω από όλα, επειδή είναι
καπιταλισμός και επειδή ο
καπιταλισμός, τοπικός ή παγκόσμιος, οδηγείται από τα προτάγματα της αγοράς.
Θέλω να τονίσω δύο βασικά πράγματα που έχουν θεμελιακές συνέπειες για τα πολιτικά
δικαιώματα και τη σχέση τους με την οικονομική εξουσία και τα κοινωνικά
δικαιώματα.
Το πρώτο σχετίζεται με τις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις, δηλαδή ανάμεσα σε αυτούς που δουλεύουν και σε αυτούς που οικειοποιούνται τη δουλειά των άλλων. Ο
καπιταλισμός είναι μοναδικός, γιατί σε αντίθεση με όλα τα συστήματα πριν από αυτόν, ο καπιταλιστής δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσει άμεσα καταναγκασμό για να έχει πρόσβαση στη δουλειά των εργατών. Οι εργάτες δεν εξαρτώνται νομικά από τους καπιταλιστές. Δεν είναι σκλάβοι ή δουλοπάροικοι. Δεν τελούν υπό δέσμευση χρέους (debt bondage) ή εξαγορά ποινής (peonage). Υποχρεώνονται να δουλέψουν για το κεφάλαιο όχι ωθούμενοι από την ανώτερη δύναμη του καπιταλιστή, αλλά γιατί τους είναι απαραίτητο να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη για ένα μισθό ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση στα μέσα διαβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομική και πολιτική εξουσία έχουν χωριστεί με έναν εντελώς καινούριο τρόπο.
Δεν εννοώ ότι η καπιταλιστική αγορά μπορεί να υπάρξει χωρίς τη στήριξη του κράτους. Αν μη τι άλλο, ο
καπιταλισμός χρειάζεται σε κάποιες περιπτώσεις περισσότερη παρέμβαση από το κράτος από ότι κάθε άλλο σύστημα, μόνο και μόνο για να διατηρήσει την κοινωνική τάξη και τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορεί να πραγματοποιηθεί η συσσώρευση. Αλλά η οικονομική εξουσία του κεφαλαίου είναι ξέχωρη από την πολιτική εξουσία με δύο έννοιες: η εξουσία του καπιταλιστή πάνω στους εργάτες δεν εξαρτάται από την προνομιακή πρόσβαση που έχει αυτός σε πολιτικά και νομικά δικαιώματα, και η κατοχή πολιτικών και νομικών δικαιωμάτων από τους εργάτες δε τους ελευθερώνει από την οικονομική εκμετάλλευση.
Το δεύτερο βασικό πράγμα είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα οδηγείται από ορισμένα αναπόφευκτα προτάγματα, κάποιες εθιστικές παρορμήσεις: τον ανταγωνισμό, τη μεγιστοποίηση του κέρδους, τη συνεχή συσσώρευση και την ατελείωτη ανάγκη να βελτιώνει την παραγωγικότητα της εργασίας. Αυτά είναι πραγματικά προτάγματα. Δεν είναι απλά επιλογές που γίνονται από άπληστους καπιταλιστές. Είναι όροι για την επιβίωση του κεφαλαίου.
Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο. Ακούμε πολύ σχετικά με την ελεύθερη αγορά, τις επιλογές και τις ευκαιρίες μέσα στην αγορά. Αλλά μετά μιλάμε για την καπιταλιστική αγορά, για τις υποχρεώσεις και τις αναγκαιότητες όχι μόνο για ευκαιρίες και ελευθερία. Και μεγάλο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής οδηγείται από αυτά τα προτάγματα. Δεν οδηγούν μόνο την παραγωγή, το καταμερισμό εργασίας και τους φυσικούς πόρους αλλά πολλές πτυχές της ζωής και έξω από το χώρο εργασίας, ακόμα και μέχρι την πιο βασική οργάνωση του χρόνου. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι ο
καπιταλισμός έχει παράγει ένα νέο είδος ιμπεριαλισμού που δεν εξαρτάται αναγκαστικά από την άμεση αποικιοκρατική εξουσία. Είδαμε πώς το κεφάλαιο μπορεί να κυριαρχεί πάνω στην εργασία χωρίς άμεσο πολιτικό εξαναγκασμό. Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει με το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο που μπορεί να κυριαρχεί υποδεέστερες οικονομίες απλά υποτάσσοντάς τες στις επιταγές της αγοράς, για παράδειγμα μέσω των αποκαλούμενων πολιτικών ‘δομικών αναδιαρθρώσεων’, τα εργαλεία του χρέους και της βοήθειας με προϋποθέσεις κλπ.
Για το ερώτημα μας εδώ, όλα αυτά σημαίνουν ότι πολλές πτυχές της ζωής και μια αυξανόμενη γκάμα κοινωνικών πρακτικών κυβερνώνται από τις επιταγές της αγοράς και όχι από πολιτικούς θεσμούς. Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες στο περιεχόμενο των πολιτικών δικαιωμάτων. Σήμερα, όλες οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και πολλές αναπτυσσόμενες χώρες απολαμβάνουν οικουμενικά πολιτικά
δικαιώματα. Με άλλα λόγια, έχουν αυτό που λέμε δημοκρατία. Αλλά ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που κυβερνάει την καθημερινή μας ζωή είναι τοποθετημένο εκτός της δημοκρατικής υπευθυνότητας. Κυβερνάται από τα καπιταλιστικά οικονομικά προτάγματα.
Η ειρωνεία είναι ότι κάθε μέρα, οι κυβερνήσεις ρίχνουν σκοπίμως όλο και περισσότερες πτυχές της ζωής μας εκτός δημοκρατικού ελέγχου για να κυβερνηθούν από τις επιταγές της αγοράς. Έτσι μιλάμε για ένα πολύ ιδιαίτερο είδος δημοκρατίας. Είναι πολύ διαφορετικό από το αυθεντικό, κυριολεκτικό νόημα της – η εξουσία του λαού. Όταν επινοήθηκε η λέξη δημοκρατία, η πολιτική και οικονομική εξουσία ήταν τόσο στενά συνδεδεμένες, αν οι κοινοί άνθρωποι κατακτούσαν πολιτικά δικαιώματα, όπως έκαναν στην αρχαία ελληνική δημοκρατία, θα ελευθερώνονταν από τις πιο κοινές μορφές εκμετάλλευσης, όπως η δουλεία, η δουλοπαροικία ή η δέσμευση χρέους (debt-bondage). Μόνο στον
καπιταλισμό μπορούμε να μιλήσουμε για μια διακριτή οικονομική σφαίρα με τις δικές της μορφές εξουσίας, τις δικές της μορφές κυριαρχίας και τις δικές της συγκεκριμένες επιταγές, καμία από τις οποίες δεν απαιτεί νομική ή πολιτική εξάρτηση των εργατών.
Η εξουσία του κεφαλαίου και τα προτάγματα της αγοράς, καθορίζουν όλο και περισσότερες πτυχές της ζωής μας, ακόμα κι όταν έχουμε οικουμενικά πολιτικά
δικαιώματα και νομική ισότητα. Ο
καπιταλισμός έχει καταστήσει δυνατή μία περιορισμένη δημοκρατία, μία δημοκρατία περιορισμένη δημοκρατία σε μια ξεχωριστή πολιτική σφαίρα, ενώ αφήνει ανέγγιχτη τη διανομή εξουσίας στην οικονομική σφαίρα. Αυτού του είδους η ‘τυπική’ δημοκρατία είναι κάτι που ποτέ πριν δεν ήταν δυνατό.
Τα ατομικά
δικαιώματα και ελευθερίες που είναι εγγυημένα από την τυπική ή φιλελεύθερη δημοκρατία είναι αυτά καθαυτά κάτι το πολύ θετικό, το αποτέλεσμα σκληρών και πικρών αγώνων. Πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τα διατηρήσουμε όπου υπάρχουν και για να τα κατακτήσουμε όπου δεν υπάρχουν. Είναι πασιφανές, επίσης, ότι το
δικαίωμα ψήφου για τις εργαζόμενες τάξεις και άλλα δικαιώματα όπως αυτό στα αυτόνομα συνδικάτα είναι ζωτικής σημασίας και αλλάζουν ριζικά τα πράγματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει μια μεγάλη γκάμα καπιταλιστικών δημοκρατιών, σε νεοφιλελεύθερες μέχρι σοσιαλδημοκρατικές ποικιλίες κι ότι αυτές οι διαφορές είναι σημαντικές. Αλλά πρέπει να πούμε καθαρά τι έχουν όλες του κοινό και τι λείπει από την καπιταλιστική δημοκρατία σε όλες της τις μορφές.
Καπιταλισμός που κυβερνάται από την εξουσία του λαού απλά δεν υπάρχει, ούτε
καπιταλισμός στον οποίο η θέληση του λαού έχει το προβάδισμα σε σχέση με τις επιταγές του κέρδους και της συσσώρευσης, ούτε
καπιταλισμός όπου οι απαιτήσεις για μεγιστοποίηση του κέρδους δεν καθορίζουν τις πιο βασικές συνθήκες ζωής. Η πιο ουσιώδης συνθήκη για την ύπαρξη του
καπιταλισμού είναι να έχουν εμπορευματοποιηθεί οι πιο βασικές συνθήκες της ζωής: να έχουν γίνει εμπορεύματα που υπακούουν στους ‘νόμους’ της αγοράς. Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που εμπορευματοποιείται είναι εκτός της σφαίρας της δημοκρατικής υπευθυνότητας.
Η πάλη για τα κοινωνικά δικαιώματα
Στον καπιταλισμό τα πολιτικά δικαιώματα, παρόλο που έχουν απονεμηθεί ευρύτερα από ποτέ, αφήνουν έξω από τη πεδίο τους τεράστια κομμάτια της ζωής μας. Τι εννοώ όταν λέω, τότε, ότι ο
καπιταλισμός έχει επίσης δημιουργήσει μια καινούρια σφαίρα κοινωνικών προβλημάτων;
Προφανώς δεν θέλω να πω ότι ο
καπιταλισμός είναι η πρώτη μορφή κοινωνίας που γνωρίζει τη φτώχεια και την ανθρώπινη στέρηση ή ότι η φτώχεια και η στέρηση είναι χειρότερες από άλλοτε. Ο καπιταλισμός έχει οπωσδήποτε περιθωριοποιήσει και οδηγήσει στη φτώχεια πολλούς ανθρώπους, και συνεχίζει να αναπαράγει φτώχεια στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βελτίωσε θεαματικά τις υλικές συνθήκες διαβίωσης γενικότερα και ότι ανέβασε το επίπεδο ζωής για μεγάλες μάζες ανθρώπων σε όλον τον κόσμο. Αυτό που προέχει, όμως, είναι ότι έχει προκαλέσει διακριτά προβλήματα αλλιώτικης φύσης που δεν υπήρχαν πριν, ακόμα και στις πιο ευημερείς οικονομίες.
Ας σκεφτούμε για μια στιγμή τις συνθήκες εξάρτησης από την αγορά. Ποιες είναι οι βασικές συνθήκες που κάνουν τους ανθρώπους να εξαρτώνται από την αγορά; Αυτό που είναι στοιχειώδες είναι ότι η εξάρτηση από την αγορά στον
καπιταλισμό σημαίνει ότι οι άνθρωποι έχουν χάσει την πρόσβαση στα μέσα παραγωγής και στα μέσα επιβίωσης εκτός της αγοράς.
Όταν οι άνθρωπο κατέχουν άμεσα τη γη, για παράδειγμα, και όταν η κατοχή αυτή δεν εξαρτάται από την επιτυχία στην αγορά, δεν υπάρχει αυτό που αποκαλώ εξάρτηση από την αγορά ή κίνητρα αγοράς. Αυτό που βλέπουμε στην ιστορία του
καπιταλισμού είναι η απώλεια αυτού του είδους κατοχής. Βλέπουμε είτε ότι η πλειονότητα στερείται απόλυτα της κατοχής ή ότι επιβάλλονται συγκεκριμένες συνθήκες που κάνουν την κατοχή να εξαρτάται από την επιτυχία στην αγορά, πράγμα που οδηγεί τελικά πολλούς ανθρώπους στην απώλεια της κατοχής.
Βλέπουμε επίσης την καταστροφή συλλογικών ιστών — κοινoτήτων στην επαρχία, και ούτω καθεξής — που πρόσφεραν παραδοσιακά στους ανθρώπους ένα είδος στήριξης σε δύσκολες ώρες. Στην πρώιμη φάση του καπιταλισμού, στην Αγγλία για παράδειγμα, αυτό σήμανε μεταξύ άλλων την απώλεια εθιμικών δικαιωμάτων στη χρήση συλλογικών γαιών, με τη γνωστή διαδικασία της περίφραξης. Σήμανε επίσης μια μεταβολή στις συλλογικές αξίες και τροποποιήσεις στον τρόπο με τον οποίο με τον οποίο εφαρμοζόταν η νομοθεσία. Σήμανε νέους νομικούς ορισμούς της ιδιοκτησίας, οι οποίοι αναίρεσαν οποιουσδήποτε παραδοσιακούς δεσμούς αυτού του δικαιώματος με το στοιχειώδες δικαίωμα επιβίωσης και τους αντικατέστησαν με το πρόταγμα του κέρδους. Όταν ο
καπιταλισμός εξελίχθηκε στη βιομηχανική μορφή του, εμφανίστηκαν κι άλλα μέτρα, όπως μεταβολές στο σύστημα πρόνοιας για τους φτωχούς, που στόχευαν στο να ξεριζώσουν τους ανθρώπους από τις τοπικές τους κοινότητες και να αυξήσουν την κινητικότητα της εργατικής μάζας.
Σήμερα, η εξάπλωση των επιταγών
καπιταλισμού σημαίνει δομική προσαρμογή. Σημαίνει ιδιωτικοποίηση περίπου των πάντων. Σημαίνει αυτό που κάποιοι έχουν αποκαλέσει μια νέα διαδικασία περίφραξης. Στις αγροτικές οικονομίες, για παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει στεγνή αρπαγή της γης από μικρογαιοκτήμονες, ή μπορεί να σημαίνει την επιβολή οικονομικών πολιτικών που αναγκάζουν τους παραγωγούς να εγκαταλείψουν στρατηγικές αυτάρκειας προς όφελος στρατηγικών που προσανατολίζονται προς τις εξαγωγές, μονοκαλλιέργειες κλπ. Σημαίνει επίσης, όπως σήμαινε και στην πρώιμη περίοδο του
καπιταλισμού, τη διάλυση διαφόρων κοινωνικών ιστών στους οποίους οι άνθρωποι κατέφευγαν για στήριξη.
Η βασική αρχή του καπιταλιστικού συστήματος είναι η απομόνωση των ατόμων και η γυμνή τους έκθεση στις επιταγές της αγοράς. Σημαίνει την κατάργηση όλων των πραγμάτων που στέκουν μεταξύ των ανθρώπων και της εξάρτησης τους από την αγορά, όλων των πραγμάτων που τους κάνει αυτόνομους έναντι στην αγορά. Και όταν η κοινωνική ζωή καθορίζεται από τις επιταγές της αγοράς, γίνεται και η ίδια έρμαιο των κυκλικών μεταβολών και των κρίσεων της αγοράς. Για παράδειγμα, ακτήμονες εργάτες, που εξαρτώνται από το μισθό της εργασίας που διαθέτουν στην αγορά, δεν έχουν καμία άλλη λύση όταν η αγορά δεν τους χρειάζεται.
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς το πώς όλα αυτά έχουν προκαλέσει νέα κοινωνικά προβλήματα, και ήδη από το ξεκίνημά τους το κράτος έπρεπε να τα αντιμετωπίσει. Από την πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού, το κράτος έπρεπε να χειριστεί αυξανόμενες μάζες άκληρων ανθρώπων, ανθρώπων χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς πρόσβαση στα μέσα επιβίωσης, χωρίς εθιμικά δικαιώματα, χωρίς κοινωνική ή συλλογική στήριξη. Το κράτος έπρεπε να ασχοληθεί μαζί τους όχι μόνο από ανθρωπιστική σκοπιά αλλά και από φόβο κοινωνικών αναταραχών, ή ακόμα και κοινωνικής αποσύνθεσης.
Από την αρχή του καπιταλισμού, το κράτος έπρεπε να παρεμβαίνει για να διατηρήσει το κοινωνικό status quo και ακόμα και να παρεμποδίσει την επανάσταση. Στην πρώιμη φάση του καπιταλισμού, νευρικές κυβερνήσεις και γαιοκτήμονες μιλούσαν για την απειλή που αντιπροσωπεύουν οι ‘άνθρωποι χωρίς αφέντη΄ που περιδιαβαίνουν την επαρχία, άνθρωποι χωρίς περιουσία και χωρίς την πειθαρχία που απαιτείται για να υπηρετήσουν ένα αφεντικό. Αυτός ήταν ένα κίνδυνος που οι κυβερνήσεις ήταν αναγκασμένες να αποκρούσουν όχι μόνο μέσω της νομοθεσίας και της τάξης αλλά επιπλέον και μέσω διατάξεων για κάποια ελάχιστη κοινωνική πρόνοια, όπως οι πρώιμη αγγλική νομοθεσία για τους φτωχούς.
Το 19ο αιώνα, και ιδιαίτερα το πρώτο μισό του 20ου, οι απειλές κατά του υπάρχοντος κοινωνικού status quo έγιναν ακόμα πιο δραματικές — η απειλή της επανάστασης, η απειλή της κοινωνικής αποσύνθεσης κατά τη μακρά περίοδο της ύφεσης, και ούτω καθεξής. Αυτές οι απειλές, φυσικά, οδήγησαν στη δημιουργία του σύγχρονου κοινωνικού κράτους, την ανάπτυξη σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και την εφαρμογή, αλλά και τη δημιουργία, πολλών κοινωνικών δικαιωμάτων.
Σήμερα ακόμα και κάποιοι σοσιαλδημοκράτες έχουν αποστασιοποιηθεί από το κοινωνικό κράτος και έχουν πουλήσει τις συνειδήσεις τους στο νεοφιλελευθερισμό. Ακόμα και Σκανδιναβικές χώρες, η περηφάνια και η χαρά της σοσιαλδημοκρατίας, αλλάζουν ρότα. Και εδώ στη Βραζιλία ξέρετε πολύ καλά πόσες υποχωρήσεις έχουν κάνει αριστερές κυβερνήσεις μπροστά στην πίεση του νεοφιλελευθερισμού. Αλλά ακόμα και τα πιο φιλελεύθερα καθεστώτα έχουν ανάγκη από ένα ελάχιστο δίχτυ προστασίας. Αν μη τι άλλο, πρέπει να διατηρήσουν τουλάχιστον ένα απόθεμα εργατικής δύναμης, διατηρώντας τους εργάτες στη ζωή κατά τις φάσεις της οικονομίας στις οποίες είναι αχρείαστοι, έτσι ώστε να είναι διαθέσιμοι όταν το κεφάλαιο τους χρειάζεται. Οπωσδήποτε υπάρχουν πάλι κοινωνίες όπου ακόμα και οι ελάχιστες αυτές παροχές είναι ακόμα ζητούμενο και όχι πραγματικότητα. Αλλά υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ απαιτούν κάτι περισσότερο από ένα ελάχιστο δίχτυ προστασίας, κάτι που να μοιάζει πιο πολύ στο πιο προηγμένο κοινωνικό κράτος. Είμαι σίγουρος ότι θέλετε κοινωνικές παροχές που δεν αποτελούν απλά μέσο συντήρησης των αποθεμάτων εργατικής δύναμης. Υποψιάζομαι ότι θέλετε περισσότερο ένα είδος δέσμευσης που αφορά κάποιες παροχές που καλύπτουν διάφορες κοινωνικές ανάγκες, όπως οι υπηρεσίες υγείας ή η στέγη, τις οποίες η καπιταλιστική αγορά δεν παρέχει, ή τουλάχιστον όχι με τρόπο που να τις κάνει προσιτές σε όλους.
Όλοι ξέρουμε ότι χρειάζεται μόνιμη πάλη για να κερδίσουμε αυτό το είδος κοινωνικών παροχών και, αφού τις κερδίσουμε, για να τις κρατήσουμε. Ο νεοφιλελευθερισμός μας έχει διδάξει ακριβώς πόσο προσωρινά είναι αυτά τα κέρδη. Έχουμε μάθει πολλά για το πόσο ευάλωτα είναι στις κυκλικές μεταβολές της οικονομίας και τις αλλαγές του πολιτικού ανέμου. Ακόμα και τα πιο σίγουρα κέρδη, όπως η ακαδημαϊκή εκπαίδευση ή οι συντάξεις γήρατος ή τα δημόσια συστήματα υγείας όπως το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), έχουν υποστεί πιέσεις για ιδιωτικοποίηση και τη λεγόμενη επιλογή της αγοράς.
Οι επιταγές του καπιταλισμού εναντίον των δικαιωμάτων μας
Οι κοινωνικές παροχές είναι ευάλωτες και προσωρινές όχι απλά λόγω των μεταβαλλόμενων πολιτικών περιστάσεων αλλά για έναν πιο θεμελιώδη λόγο, ότι δηλαδή υπάρχει μια διαρκής ένταση ανάμεσα σε αυτές και στις επιταγές του καπιταλισμού. Οι επιταγές του καπιταλισμού κάνουν απαραίτητα αυτά τα δικαιώματα, και οι ίδιες επιταγές του καπιταλισμού τα θέτουν διαρκώς σε κίνδυνο.
Δεν είναι αρκετό να επαναπαυτούμε στο κράτος για να μαζέψει τα κομμάτια. Είναι φυσικά πάρα πολύ σημαντικό να εκλέγουμε κυβερνήσεις που αναγνωρίζουν τη σημασία των κοινωνικών παροχών και που κάνουν ό,τι μπορούν για να τις κάνουν διαθέσιμες. Αλλά δεν είναι αρκετό να επαναπαυτούμε στο κράτος για τη διανομή των διαθέσιμων πόρων προς αποζημίωση των φθορών που έχει επιφέρει η καπιταλιστική αγορά, ή ακόμα και για να παρέχει αυτά που δεν παρέχει η αγορά. Αν θεωρήσουμε τα κοινωνικά δικαιώματα πραγματικά ως δικαιώματα, τότε πρέπει να σταματήσουμε τη ζημιά πριν συμβεί. Πρέπει να αμφισβητήσουμε τις επιταγές που κάνουν κατ’ αρχήν απαραίτητα τα κοινωνικά δικαιώματα και παράλληλα τα απειλούν συνεχώς.
Πώς αμφισβητούμε αυτές τις επιταγές; Είναι δύσκολο να δούμε πώς θα μπορέσουμε ποτέ να τις παραμερίσουμε χωρίς να πάμε πέρα από τον καπιταλισμό και την εμπορευματοποίηση της εργασίας. Αλλά, μιλώντας για μένα, πρέπει να ξεκινήσω από το συλλογισμό ότι ο καπιταλισμός δε θα τελειώσει κατά τη διάρκεια της ζωής μου — και φαντάζομαι ούτε κατά τη διάρκεια της δικιάς σας, όσο νεότεροι και αν είστε. Επομένως, τι πρέπει να κάνουμε;
Μπορούμε κατ’ αρχήν να αντιμετωπίσουμε τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα όπως τα πολιτικά δικαιώματα. Τα πολιτικά
δικαιώματα στοχεύουν πάνω από όλα στον περιορισμό της κρατικής εξουσίας και στη διεκδίκηση της αυτονομίας ατόμων και κοινοτήτων. Είμαστε όλοι σύμφωνοι με αυτήν την ιδέα, ότι δηλαδή τα δικαιώματα ελέγχουν την εξουσία και διασφαλίζουν την αυτονομία. Αλλά η δική μου παρατήρηση είναι ότι ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει τις δικές του ξέχωρες δομές εξουσίας έξω από το κράτος. Πρέπει να περιορίσουμε και αυτό το είδος εξουσίας και να υπερασπίσουμε την αυτονομία μας ενάντιά του.
Τι σημαίνει να διεκδικήσουμε την αυτονομία μας όχι μόνο σε σχέση με την κρατική εξουσία αλλά και κατά της εξουσίας του κεφαλαίου; Σημαίνει να φέρουμε τις δημοκρατία όχι μόνο στους χώρους εργασίας αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής από τις οποίες είναι τώρα εξορισμένη λόγω των επιταγών της αγοράς. Σημαίνει αμφισβήτηση της εξουσίας της αγοράς. Σημαίνει την αποκόλληση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κομματιού ανθρώπινης ζωής από τι
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου