«Νέο … ανταγωνιστικότητα … χωρίς προκαταλήψεις … δίκτυα καινοτομίας … ανοικτούς ορίζοντες … κοινωνία της γνώσης … συναίνεση … διαφάνεια … αναβάθμιση θέσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας … υγιείς δυνάμεις … εθνικό σχέδιο … νέες τεχνολογίες … αριστεία … όλοι μαζί …».
Για να περάσει κανείς τις πτυχιακές εξετάσεις στην Ανώτατη Σχολή Εκσυγχρονιστικών Τέκνων (ΑΣΧΕΤ), πρέπει να διατυπώσει προτάσεις πολιτικής για όλες τις ακόλουθες θεματικές: δημόσια διοίκηση και συμμετοχή του πολίτη, εναλλακτικός τουρισμός και περιφερειακή ανάπτυξη, αγροτική πολιτική και διανομή λιπασμάτων, διαχείριση υδάτινων πόρων, εκμετάλλευση πολιτιστικής κληρονομιάς, πράσινη ανάπτυξη, σύνδεση παιδείας και επιχειρηματικότητας. Επί πλέον, η κάθε πρόταση πρέπει να χρησιμοποιεί όλες τις λέξεις/φράσεις που παρέχονται παραπάνω εντός εισαγωγικών. Το δεύτερο μέρος της εξέτασης βασίζεται σε μια (σύντομη) παρουσίαση ενός θεσμού από μια χώρα του εξωτερικού που έχει συμβάλει να λυθούν προβλήματα εσωστρέφειας, αδιαφάνειας, και στασιμότητας, και που θα μπορούσαμε να εισαγάγουμε στη χώρα μας.
Στην εκσυγχρονιστική σκέψη οι θεσμοί παρουσιάζονται ως εξωγενείς: εξετάζεται η ευνοϊκή ή δυσμενής επίδρασή τους στην οικονομία, αλλά δεν ξοδεύεται πολύς κόπος και χρόνος για «το πώς και γιατί» συγκεκριμένοι θεσμοί βρέθηκαν σε μια συγκεκριμένη χώρα. Δεν εξηγούνται δηλαδή οι θεσμοί, αλλά χρησιμοποιούνται για να εξηγήσουν επιτυχημένες και αποτυχημένες περιπτώσεις οικονομικής αποτελεσματικότητας. Και τα δύο σκέλη, έτσι, είναι άκρως προβληματικά: από τη μια η υποτίμηση της ιστορικής διαμόρφωσης των θεσμών, και από την άλλη η ιδέα ότι οι θεσμοί είναι βασικά εκεί για να εξυπηρετήσουν μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ανταγωνιστικής οικονομίας.
Πολλοί θεσμοί, στην παιδεία και στον πολιτισμό για παράδειγμα, δεν υπάρχουν πρωτίστως για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της οικονομίας, πόσο μάλλον μία συγκεκριμένη αντίληψη για την ανταγωνιστικότητα. Έχουν άλλους στόχους και άλλες λειτουργίες. Μπορεί βεβαίως να έχουν αρνητικές ή θετικές συνέπειες για την οικονομία - αυτό είναι κάτι που χρήζει συζήτησης. Οι συνέπειες αυτές, όμως, δεν αποτελούν ένα είδος μπαλαντέρ που κερδίζει όλα τα άλλα επιχειρήματα.
Για παράδειγμα: όταν συζητά κανείς για το πελατειακό κράτος και το λαϊκισμό, δεν πρέπει να εξετάσει ποιες ανάγκες εξυπηρέτησαν αυτοί οι εξαιρετικά σύνθετοι θεσμοί; Εξυπηρέτησαν μόνο την ανάγκη αναπαραγωγής μιας πολιτικής κάστας και κάποιων συντεχνιακών συμφερόντων; Ή μήπως και κάποιες ανάγκες λαϊκών στρωμάτων για ασφάλεια, αυτοπεποίθηση και συμμετοχή, κάτι δηλαδή πέρα από τον ατομικισμό; Γιατί αν ισχύει το δεύτερο, πρέπει να εξετάσουμε ποιες από αυτές τις αξίες και τις ανάγκες παραμένουν επίκαιρες και πώς οι όποιες θεσμικές παρεμβάσεις δεν θα τις περιθωριοποιούν.
Δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα στις τρέχουσες πολιτικές προτάσεις που να παίρνει υπόψη την ανασφάλεια που αισθάνονται όλο και μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας. Ενδεχομένως και να βολεύει, μια ανασφαλής κοινωνία να δέχεται ευκολότερα μεγάλες ανατροπές αναζητώντας μια νέα ισορροπία. Ο λαϊκισμός δεν αποτελεί μόνο ένα θεσμικό εμπόδιο στην ανταγωνιστική οικονομία. Συντηρείται, γιατί τα οικονομικά μοντέλα που προωθούνται, δεν αντιμετωπίζουν τα αίτια που ο λαϊκισμός αντικατοπτρίζει.
Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα. Το θεσμικό πλαίσιο του νόμου του 1982, λόγου χάρη, δεν προσπάθησε να αντιμετωπίσει την ανάγκη για ένα πιο δημοκρατικό και λιγότερο ιεραρχικό πανεπιστήμιο; Δεν εμπεριείχε μια αντίληψη της παιδείας ως κοινού εγχειρήματος, που αντανακλούσαν τα αιτήματα και τους αγώνες της εκπαιδευτικής κοινότητας της μεταπολίτευσης; Αν όλα αυτά δεν είναι άχρηστα και ξεπερασμένα, δεν πρέπει η όποια θεσμική παρέμβαση να βρει λύσεις για το πώς τα πανεπιστήμιά μας θα ανταποκριθούν σε αυτές τις ανάγκες και αξίες;
Δεν προτείνω ένα πολιτιστικό και θεσμικό συντηρητισμό. Αλλά να δούμε ότι πολλοί θεσμοί διαπερνούνται από μια σύνθετη ιστορία γεμάτη συγκρούσεις αξιών, συμφερόντων και αναγκών. Οι θεσμοί που υπάρχουν ανά πάσα στιγμή, καταγράφουν τους νικητές και νικημένους από αυτές τις παλαιότερες συγκρούσεις. Οι μελλοντικοί θεσμοί δεν θα είναι διαφορετικοί. Αλλιώς, θα πρέπει να συζητάμε για τους θεσμούς ως αυθαίρετες επιλογές, όπου τη μια χρονιά η μόδα των εκσυγχρονιστών συζητά τους αναπτυξιακούς θεσμούς της Ιρλανδίας, την άλλη το flexicurιty των Δανών ή το εκπαιδευτικό σύστημα της Φινλανδίας.
Μπορούμε να μάθουμε από τις εμπειρίες άλλων χωρών; Μπορούμε, αλλά μόνο όταν τις μελετήσουμε στα σοβαρά, όταν έχουμε καλύτερη αίσθηση για τη φύση των δικών μας αναγκών, όταν η συζήτηση περί θεσμών δεν χρησιμοποιείται για να παρακάμψει το ουσιαστικότερο ζήτημα της πολιτικής: ποιος κάνει τι σε ποιον και με ποιο δικαίωμα. Όπως μας θυμίζουν ο Balibar και ο Laclau, δεν πρέπει να εξετάζουμε το λαϊκισμό με απαξιωτικούς όρους. Χρειάζεται οι θεσμοί να μπολιαστούν από το λαϊκό στοιχείο –δηλαδή να εκφράζουν και τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων- και μόνο οι λαϊκές κινητοποιήσεις έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τους συσχετισμούς και να το πετύχουν: αναδεικνύοντας, έτσι, νέες αξίες και νέες ανάγκες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου