Ο ήχος του πάτου, του Γιάννη Τσαούση
Η ηχώ του γδούπου που ακούστηκε τις ώρες που ακολούθησαν το ντέρμπι έφτασε ακόμα και στα πιο απαίδευτα αυτιά. Τα μάτια δεν αντέδρασαν. Γιατί τα μάτια είχαν προ πολλού συνηθίσει σε εικόνες βίας. Αν εξαιρέσεις την απευθείας σύνδεση με στολές του στρατού ή της αστυνομίας, τα μάτια έχουν εκπαιδευτεί να αναγνωρίζουν οποιαδήποτε μαζική είσοδο σε χορτάρι όχλου που δεν είναι ντυμένος με ομοιόμορφες φανέλες και σορτσάκια, ως προάγγελο της βίας που θα ακολουθήσει. Και είναι εντάξει μ΄ αυτό. Μουδιασμένα, αλλά εντάξει.
Η μυϊκή αυτή «παράλυση» δεν έπιασε τ΄ αυτιά αυτή τη φορά. Οι αμετροεπείς δηλώσεις του κ. Βαγγέλη Μαρινάκη μετά το τέλος του αγώνα, σε συνδυασμό με την αρρωστημένη ικανοποίηση που απέπνεε το «Νερώνειο» ύφος του την ώρα που τις έκανε, λειτούργησαν ως καταλύτης σ΄ ένα σάπιο μείγμα, κάνοντας έτσι τις άσχημες οσμές του να αναδυθούν και να ταξιδέψουν έξω απ΄ αυτό.
Δυστυχώς, καθώς φαίνεται, ο εγωισμός και οι «παλαιοποδοσφαιρικές» τακτικές είναι ακόμα και σ΄ αυτή την περίπτωση τόσο ισχυρές, ώστε να καλύψουν την αλήθεια και το κύμα της σιχασιάς που έσκασε παντού, κάτω από την επικοινωνιακή «κουβέρτα» της δήθεν προπαγάνδας και της ελεγχόμενης επίθεσης. Και τώρα -που πέρασαν λίγες μέρες- το «θηρίο» έχει ήδη ξεχάσει ότι ο ήχος του πάτου προκλήθηκε από την δική του πτώση σ΄ αυτόν, ξαναβγάζει τα νύχια του σε κοινή θέα και αντεπιτίθεται με ύφος χιλίων καρδιναλίων και με θράσος άλλων τόσων πιθήκων. Όμοιων με αυτούς που κραδαίνουν μπανάνες και εκστομίζουν άναρθρες κραυγές εναντίον ποδοσφαιριστών, πιστεύοντας ότι «επιτελούν έργο», ενώ μάλλον θα έπρεπε να αναρωτιούνται γιατί το καρεκλάκι τους στην κερκίδα έχει χερούλια και όχι κλαδιά για να κρεμαστούν.
Με λένε Κώστα και δεν είμαι καλά, του Κώστα Βαϊμάκη
Ήμουν απ’ αυτούς που πίστεψα ότι το ντέρμπι του Φαλήρου, τα όσα έγιναν κατά τη διάρκειά του, μετά τη λήξη του και τα όσα ειπώθηκαν μετά, θα μας έκαναν σοφότερους. Ότι μέσα στη μαυρίλα και τη σαπίλα, τους αλαλάζοντες οπαδούς και παράγοντες, τα εμετικά πρωτοσέλιδα και τους ήχους της μαϊμούς, κάπου εκεί μέσα στην καμένη γη και τα καμένα μυαλά, θα ξεπρόβαλλε δειλά - δειλά ένας νέος σπόρος. Κι ότι θα υπήρχαν μερικοί άνθρωποι χωρίς διακριτικά ομάδων και χρωματιστά κόκκινα, πράσινα, κίτρινα ή ασπρόμαυρα κασκόλ, που θα πήγαιναν να τον ποτίσουν, να σκαλίσουν το χώμα γύρω του, που θα τον προστάτευαν ώστε να μην τον πατήσει κανείς και τον εξαφανίσει.
Αυτός ο νέος σπόρος πίστευα ότι θα ξεπερνούσε τα «μπε» και τα «φαπ», τα «τέρμα στη Συγγρού κι αριστερά», τους «απόγονους του στόλου», τους «πελάτες», τους «λαγούς» και τα «38 εμείς, 37 όλοι εσείς». Ότι φτάνοντας πια, όχι απλά στο χείλος του γκρεμού, αλλά καθ’ οδόν για τον πάτο του γκρεμού, με πληγωμένα γόνατα και ματωμένα χέρια από τις πέτρες και τα βράχια, θα φροντίζαμε να μεγαλώσει αυτός ο σπόρος και να βλαστήσει, κυρίως για να έχουμε από κάπου να πιαστούμε και να σταματήσουμε την κατρακύλα.
Προφανώς έκανα λάθος. Ο γκρεμός είναι στη θέση του, η κατρακύλα μας συνεχίζεται, ο σπόρος δεν μεγαλώνει, τα χέρια απλώνονται όχι για να τον ποτίσουν, αλλά για να τον ξεριζώσουν. Ο «τριπλάσιος λαός» και το «τι θέλετε, να τον βγάλω στο δρόμο;», έπεσε σαν τσιμέντο πάνω στο καμένο δάσος. Η αναδάσωση αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Με λένε Κώστα και δεν είμαι καλά. Όχι τόσο απ’ αυτά που γίνονται, όσο απ’ αυτά που ήλπιζα ότι θα γίνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου