Μετά τον έλληνα πολιτικό και το φύλακα στα ΕΛ.ΠΕ., ο λαθρέμπορος έργων τέχνης είναι αυτός που βγάζει το πιο εύκολο και ξεκούραστο μεροκάματο, όπως γράφεται στις σελίδες του περιοδικού ΄Esquire΄.
Το περιστατικό συνέβη το 1473 και αποτελεί την πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη κλοπή πίνακα. Για την ιστορία, το έργο βρίσκεται στην ίδια πόλη μέχρι και τις μέρες μας. Από τότε πολλά έχουν αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η παράνομη διακίνηση έργων τέχνης. Αν, όμως, υπάρχει μία σταθερά, αυτή είναι η ελάχιστη σχέση που έχουν οι δράστες με την τέχνη. Με άλλα λόγια, μην περιμένετε ότι πίσω από τις διεθνείς σπείρες βρίσκονται φιλότεχνοι συλλέκτες, καλοντυμένοι άντρες και femme fatales. Ο Δρ. Νο, ο γοητευτικός Τόμας Κράουν, το cool Rat Pack του Ocean΄s Eleven και τα σέξι λικνίσματα της Κάθριν Ζέτα Τζόουνς στη Διπλή παγίδα ζουν μόνο στις οθόνες μας, όχι στην πραγματικότητα.
Εκεί, στην καλύτερη περίπτωση, θα συναντήσεις τύπους με γάντια που εισβάλλουν νύχτα και γλιστρούν σαν σκιές στους σκοτεινούς διαδρόμους ενός μουσείου, όπως έκαναν το 1972 οι ληστές που «σήκωσαν» μερικά από τα καλύτερα κομμάτια του Μουσείου του Μόντρεαλ, και στη χειρότερη, μερικούς ένοπλους, όπως ήταν εκείνοι που έφυγαν το 1990 από το Μουσείο Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ στη Βοστόνη με κλοπιμαία αξίας 500 εκατ. δολ.
Ζεστό χρήμα εύκολα και ξεκούραστα
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο πρώην επικεφαλής της ειδικής ομάδας του FBI για το λαθρεμπόριο έργων τέχνης Ρόμπερτ Ουίτμαν, το μεγαλύτερο πρόβλημα σχετίζεται με το γεγονός ότι από το σύνολο των περιστατικών ελάχιστα είναι αυτά που καταγράφονται στα σχετικά αρχεία. Ο Μαρκ Ντάρνεϊ, σύμβουλος της ACRA, ενός διεθνούς think tank που εξειδικεύεται στα ζητήματα που αφορούν τη φύλαξη και την προστασία έργων τέχνης, γράφει στο blog του arttheftcentral.blogspot.com πως «τα μουσεία πολλές φορές δεν επιθυμούν να δηλώσουν μια κλοπή, διότι πλήττεται το κύρος και η φήμη τόσο του μουσείου όσο και εκείνων που το διοικούν».
Επιπρόσθετα, για να βρεθεί ένα χαμένο έργο τέχνης, θα πρέπει κάποιος να αντιληφθεί ότι είναι κλεμμένο. Αυτό όμως σπάνια συμβαίνει. Τα περισσότερα κλεμμένα έργα δεν ανήκουν σε κορυφαίους καλλιτέχνες. Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Ταυτόχρονα, οι λαθρέμποροι φροντίζουν ώστε τα έργα τους να συνοδεύονται από όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα οποία είναι πλαστά, φυσικά. Ένας απλός ιδιώτης που θα θελήσει να επενδύσει τα χρήματά του αγοράζοντας ένα σπάνιο κομμάτι δε διαθέτει τις γνώσεις για να αντιληφθεί την απάτη. Εξάλλου, κανένας λαθρέμπορος δεν είναι τόσο αφελής ώστε να απευθυνθεί σε μουσεία, γκαλερί ή έμπειρους συλλέκτες, διότι γνωρίζει ότι οι παραπάνω πιθανόν να συνεργάζονται στενά με τις αρχές και μπορούν να καταλάβουν αν ένα έργο είναι κλεμμένο ή όχι.
Εξάλλου, η σύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος με τις κλοπές μουσείων είναι αποδεδειγμένη και αδιαμφισβήτητη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Ο έμπορος ναρκωτικών δίνει ως εγγύηση στον προμηθευτή του ένα έργο υψηλής χρηματικής αξίας προκειμένου να λάβει μια μεγάλη ποσότητα. Μόλις συγκεντρώσει τα μετρητά, πληρώνει τον προμηθευτή και παίρνει το έργο πίσω. Σύμφωνα με τους υπεύθυνους του μητρώου, πολλοί συλληφθέντες κακοποιοί τα αξιοποιούν προκειμένου να επιτύχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. «Για παράδειγμα, είναι πολύ πιθανόν οι κλέφτες που έχουν στην κατοχή τους τα έργα από το Μουσείο Στιούαρτ Γκάρνινερ να αποκαλύψουν που βρίσκονται τα κλοπιμαία παίρνοντας ως αντάλλαγμα χαμηλότερες ποινές» σημειώνει ο Κρίστοφερ Μαρινέλο, εκτελεστικός διευθυντής του Μητρώου Απολεσθέντων Έργων.
Οι ελληνικές περιπτώσεις
Οι ιδιοκτήτες, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια, αλλά και τη ματαιοδοξία των πελατών τους να «επενδύσουν στην καλή τέχνη», πωλούσαν έργα-μαϊμούδες σαν αυθεντικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η κοροϊδία ήταν εξόφθαλμη. Σύμφωνα με γλαφυρή μαρτυρία ανθρώπου που εκείνη την εποχή είχε σημαντική παρουσία στον τομέα της αγοραπωλησίας έργων τέχνης, αλλά ζήτησε να μη αναφερθεί το όνομά του στο δημοσίευμα, ορισμένοι αγοραστές ήταν τόσο αφελείς, ώστε πίστευαν πως αποκτούσαν τα πρωτότυπα έργα αγνοώντας ότι αποτελούν τα πιο προβεβλημένα εκθέματα των γνωστότερων μουσείων του κόσμου.
Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν, 1967
Γκαλερί του Στίβεν Χαν, 1969
Εργαστήριο τέχνης Μεσουνταε, 2011
Αναδημοσίευση από το τεύχος Οκτωβρίου Νο2 του περιοδικού ΄Esquire΄. http://www.capital.gr/weekend_articles.asp?id=1308783&ppg=2
Η ανάσα του μάλλον θα μύριζε βότκα. Η εμφάνιση του θα ήταν ατημέλητη, με ρούχα παμβρόμικα, νοτισμένα από την υγρασία. Πιθανόν να είχε μερικές βαθιές ουλές στο πρόσωπό του ή να μην ήταν καν αρτιμελής. Σε γενικές γραμμές, αυτή θα ήταν η εικόνα του Πολωνού πειρατή που σε ένα ρεσάλτο του κάπου στη Βαλτική Θάλασσα έπεσε πάνω στον τρίπτυχο «Η έσχατη κρίση» του Φλαμανδού ζωγράφου Χανς Μέμλινγκ. Το έργο είχε προορισμό την αυλή των Μεδίκων, αλλά φυσικά ουδέποτε έφτασε εκεί. Μεταφέρθηκε στην πολωνική πόλη Γκντανσκ, γενέτειρα του πειρατή.
Το περιστατικό συνέβη το 1473 και αποτελεί την πρώτη επίσημα καταγεγραμμένη κλοπή πίνακα. Για την ιστορία, το έργο βρίσκεται στην ίδια πόλη μέχρι και τις μέρες μας. Από τότε πολλά έχουν αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η παράνομη διακίνηση έργων τέχνης. Αν, όμως, υπάρχει μία σταθερά, αυτή είναι η ελάχιστη σχέση που έχουν οι δράστες με την τέχνη. Με άλλα λόγια, μην περιμένετε ότι πίσω από τις διεθνείς σπείρες βρίσκονται φιλότεχνοι συλλέκτες, καλοντυμένοι άντρες και femme fatales. Ο Δρ. Νο, ο γοητευτικός Τόμας Κράουν, το cool Rat Pack του Ocean΄s Eleven και τα σέξι λικνίσματα της Κάθριν Ζέτα Τζόουνς στη Διπλή παγίδα ζουν μόνο στις οθόνες μας, όχι στην πραγματικότητα.
Εκεί, στην καλύτερη περίπτωση, θα συναντήσεις τύπους με γάντια που εισβάλλουν νύχτα και γλιστρούν σαν σκιές στους σκοτεινούς διαδρόμους ενός μουσείου, όπως έκαναν το 1972 οι ληστές που «σήκωσαν» μερικά από τα καλύτερα κομμάτια του Μουσείου του Μόντρεαλ, και στη χειρότερη, μερικούς ένοπλους, όπως ήταν εκείνοι που έφυγαν το 1990 από το Μουσείο Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ στη Βοστόνη με κλοπιμαία αξίας 500 εκατ. δολ.
Ζεστό χρήμα εύκολα και ξεκούραστα
Η διακίνηση κλεμμένων έργων τέχνης είναι ιδιαίτερα προσοδοφόρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του FBI, πρόκειται για την τρίτη πιο επικερδή παράνομη δραστηριότητα, μετά το εμπόριο ναρκωτικών και το εμπόριο όπλων, με συνολικό ετήσιο τζίρο στα 6 δισ. δολ. Επίσης, θεωρείται σχετικά εύκολη. Με εξαίρεση τα μεγάλα μουσεία και τις παγκοσμίως γνωστές γκαλερί, τα μέτρα ασφαλείας στους χώρους όπου συνήθως βρίσκονται τα έργα τέχνης είναι περιορισμένα. Η δε μεταφορά τους δεν είναι δαπανηρή ούτε απαιτεί περίπλοκους σχεδιασμούς. Το μόνο που χρειάζεται να έχει κανείς είναι στοιχειώδη ικανότητα πειθούς προκειμένου να κάμψει τις όποιες αμφιβολίες του τελωνειακού υπαλλήλου.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο πρώην επικεφαλής της ειδικής ομάδας του FBI για το λαθρεμπόριο έργων τέχνης Ρόμπερτ Ουίτμαν, το μεγαλύτερο πρόβλημα σχετίζεται με το γεγονός ότι από το σύνολο των περιστατικών ελάχιστα είναι αυτά που καταγράφονται στα σχετικά αρχεία. Ο Μαρκ Ντάρνεϊ, σύμβουλος της ACRA, ενός διεθνούς think tank που εξειδικεύεται στα ζητήματα που αφορούν τη φύλαξη και την προστασία έργων τέχνης, γράφει στο blog του arttheftcentral.blogspot.com πως «τα μουσεία πολλές φορές δεν επιθυμούν να δηλώσουν μια κλοπή, διότι πλήττεται το κύρος και η φήμη τόσο του μουσείου όσο και εκείνων που το διοικούν».
Επιπρόσθετα, για να βρεθεί ένα χαμένο έργο τέχνης, θα πρέπει κάποιος να αντιληφθεί ότι είναι κλεμμένο. Αυτό όμως σπάνια συμβαίνει. Τα περισσότερα κλεμμένα έργα δεν ανήκουν σε κορυφαίους καλλιτέχνες. Αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Ταυτόχρονα, οι λαθρέμποροι φροντίζουν ώστε τα έργα τους να συνοδεύονται από όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα οποία είναι πλαστά, φυσικά. Ένας απλός ιδιώτης που θα θελήσει να επενδύσει τα χρήματά του αγοράζοντας ένα σπάνιο κομμάτι δε διαθέτει τις γνώσεις για να αντιληφθεί την απάτη. Εξάλλου, κανένας λαθρέμπορος δεν είναι τόσο αφελής ώστε να απευθυνθεί σε μουσεία, γκαλερί ή έμπειρους συλλέκτες, διότι γνωρίζει ότι οι παραπάνω πιθανόν να συνεργάζονται στενά με τις αρχές και μπορούν να καταλάβουν αν ένα έργο είναι κλεμμένο ή όχι.
Η λογική του «κρυμμένου άσου»
Κάπως έτσι εξηγούνται τα πενιχρά αποτελέσματα των αστυνομικών ερευνών. Για παράδειγμα, το Μητρώο Απολεσθέντων Έργων δημιουργήθηκε το 1991 με κεφάλαια από διεθνούς φήμης μουσεία και οίκους δημοπρασιών, με στόχο να προσφέρει στοιχεία που θα είναι χρήσιμα στη διαλεύκανση σημαντικών υποθέσεων. Παρ΄ όλ΄ αυτά, από τα 115.000 χαμένα αντικείμενα που καταγράφηκαν την περίοδο 2000-2009 έχει βρεθεί μόλις το 1,9% αυτών.
Κατά τον Ντάρνεϊ, βέβαια, σημαντική παράμετρο συνιστά και το γεγονός ότι «τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με αυτού του είδους τις παράνομες δραστηριότητες δημοσιοποιούνται με ένα στεγνό τρόπο, ξεκομμένα από το περικείμενό τους, χωρίς να ευαισθητοποιούν κανέναν». Το ζητούμενο, σημειώνει, δεν είναι να μιλήσεις για τα 6 δισ. δολ. που κερδίζουν ορισμένοι από τις παράνομες δραστηριότητές τους, αλλά να πείσεις τον κόσμο ότι αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που τον αφορά. Εφόσον, λοιπόν, ένα μικρό μέρος των κλεμμένων έργων διοχετεύεται στην αγορά, είτε την «επίσημη» είτε τη «μαύρη», ποιοι τα εκμεταλλεύονται και για ποιο λόγο τα κρατάνε κρυμμένα σε αποθήκες; Συνήθως χρησιμεύουν ως ενέχυρο διευκολύνοντας συναλλαγές όπλων ή ναρκωτικών.
Κάπως έτσι εξηγούνται τα πενιχρά αποτελέσματα των αστυνομικών ερευνών. Για παράδειγμα, το Μητρώο Απολεσθέντων Έργων δημιουργήθηκε το 1991 με κεφάλαια από διεθνούς φήμης μουσεία και οίκους δημοπρασιών, με στόχο να προσφέρει στοιχεία που θα είναι χρήσιμα στη διαλεύκανση σημαντικών υποθέσεων. Παρ΄ όλ΄ αυτά, από τα 115.000 χαμένα αντικείμενα που καταγράφηκαν την περίοδο 2000-2009 έχει βρεθεί μόλις το 1,9% αυτών.
Κατά τον Ντάρνεϊ, βέβαια, σημαντική παράμετρο συνιστά και το γεγονός ότι «τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με αυτού του είδους τις παράνομες δραστηριότητες δημοσιοποιούνται με ένα στεγνό τρόπο, ξεκομμένα από το περικείμενό τους, χωρίς να ευαισθητοποιούν κανέναν». Το ζητούμενο, σημειώνει, δεν είναι να μιλήσεις για τα 6 δισ. δολ. που κερδίζουν ορισμένοι από τις παράνομες δραστηριότητές τους, αλλά να πείσεις τον κόσμο ότι αυτό είναι ένα σημαντικό πρόβλημα που τον αφορά. Εφόσον, λοιπόν, ένα μικρό μέρος των κλεμμένων έργων διοχετεύεται στην αγορά, είτε την «επίσημη» είτε τη «μαύρη», ποιοι τα εκμεταλλεύονται και για ποιο λόγο τα κρατάνε κρυμμένα σε αποθήκες; Συνήθως χρησιμεύουν ως ενέχυρο διευκολύνοντας συναλλαγές όπλων ή ναρκωτικών.
Εξάλλου, η σύνδεση του οργανωμένου εγκλήματος με τις κλοπές μουσείων είναι αποδεδειγμένη και αδιαμφισβήτητη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Ο έμπορος ναρκωτικών δίνει ως εγγύηση στον προμηθευτή του ένα έργο υψηλής χρηματικής αξίας προκειμένου να λάβει μια μεγάλη ποσότητα. Μόλις συγκεντρώσει τα μετρητά, πληρώνει τον προμηθευτή και παίρνει το έργο πίσω. Σύμφωνα με τους υπεύθυνους του μητρώου, πολλοί συλληφθέντες κακοποιοί τα αξιοποιούν προκειμένου να επιτύχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές. «Για παράδειγμα, είναι πολύ πιθανόν οι κλέφτες που έχουν στην κατοχή τους τα έργα από το Μουσείο Στιούαρτ Γκάρνινερ να αποκαλύψουν που βρίσκονται τα κλοπιμαία παίρνοντας ως αντάλλαγμα χαμηλότερες ποινές» σημειώνει ο Κρίστοφερ Μαρινέλο, εκτελεστικός διευθυντής του Μητρώου Απολεσθέντων Έργων.
Οι ελληνικές περιπτώσεις
Η ανακάλυψη του χαμένου από το 2001 πίνακα του Ρούμπενς «Το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου» πριν από μερικές εβδομάδες σε ελληνικά χέρια επανέφερε στο προσκήνιο τις στενές σχέσεις της χώρας με τα διεθνή κυκλώματα παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων και έργων τέχνης. Σύμφωνα με την Ιντερπόλ, η Ελλάδα αποτελεί μια παραδοσιακή αγορά για τους λαθρέμπορους. Μάλιστα, όπως σημειώνεται, πολλές φορές έργα αξίας, όταν δεν μπορούν να πωληθούν σε χώρες όπως η Γαλλία ή Ιταλία, διοχετεύονται σε μικρότερες, αλλά εξίσου πρόθυμες αγορές.
Ο σημαντικότερος λόγος είναι πως σε αυτές τις αγορές επικρατεί άγνοια σχετικά με τις μεθόδους εξακρίβωσης της προέλευσης και της ταυτότητας τέτοιων έργων. Τις εκτιμήσεις των ειδικών επιβεβαιώνει και η ίδια η πραγματικότητα. Οι γνώσεις των όψιμων φιλότεχνων, οι οποίοι εμφανίστηκαν ξαφνικά μέσα στις μέρες της αφθονίας της δεκαετίας του ΄ 90, ήταν ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα πολλές φορές, παρακινούμενοι από νεοπλουτισμό, να γίνονται εύκολη λεία για διάφορους επιτήδειους. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούσαν οι οίκοι δημοπρασίας που άνοιγαν κατά δεκάδες στις καλές γειτονιές της Αθήνας.
Ο σημαντικότερος λόγος είναι πως σε αυτές τις αγορές επικρατεί άγνοια σχετικά με τις μεθόδους εξακρίβωσης της προέλευσης και της ταυτότητας τέτοιων έργων. Τις εκτιμήσεις των ειδικών επιβεβαιώνει και η ίδια η πραγματικότητα. Οι γνώσεις των όψιμων φιλότεχνων, οι οποίοι εμφανίστηκαν ξαφνικά μέσα στις μέρες της αφθονίας της δεκαετίας του ΄ 90, ήταν ανύπαρκτες, με αποτέλεσμα πολλές φορές, παρακινούμενοι από νεοπλουτισμό, να γίνονται εύκολη λεία για διάφορους επιτήδειους. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούσαν οι οίκοι δημοπρασίας που άνοιγαν κατά δεκάδες στις καλές γειτονιές της Αθήνας.
Οι ιδιοκτήτες, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια, αλλά και τη ματαιοδοξία των πελατών τους να «επενδύσουν στην καλή τέχνη», πωλούσαν έργα-μαϊμούδες σαν αυθεντικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η κοροϊδία ήταν εξόφθαλμη. Σύμφωνα με γλαφυρή μαρτυρία ανθρώπου που εκείνη την εποχή είχε σημαντική παρουσία στον τομέα της αγοραπωλησίας έργων τέχνης, αλλά ζήτησε να μη αναφερθεί το όνομά του στο δημοσίευμα, ορισμένοι αγοραστές ήταν τόσο αφελείς, ώστε πίστευαν πως αποκτούσαν τα πρωτότυπα έργα αγνοώντας ότι αποτελούν τα πιο προβεβλημένα εκθέματα των γνωστότερων μουσείων του κόσμου.
Εξίσου ενδεικτική είναι και η ιστορία γνωστού γκαλερίστα με έδρα στις παρυφές της Πλατείας Κολωνακίου,ο οποίος μπαινόβγαινε στις φυλακές για απάτες, αλλά για να μη χάσει την ευυπόληπτη πελατεία του, ισχυριζόταν πως απουσίαζε σε επαγγελματικά ταξίδια στο εξωτερικό προκειμένου να κλείσει μεγάλες συμφωνίες. Οι αδαείς φυσικά τον πίστευαν και τον εμπιστεύονταν δίνοντάς του δεκάδες εκατομμύρια δραχμές για έργα μηδαμινής αξίας. Όσοι επισκέπτονταν την γκαλερί κατά τη διάρκεια του σωφρονισμού του, διάβαζαν μια ταμπέλα Επιστρέφω αμέσως» στην είσοδο.Το «αμέσως», βέβαια, το είχε καθορίσει το δικαστήριο.
Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν, 1967
Άγνωστοι έκλεψαν σκίτσα και προσχέδια του Πάμπλο Πικάσο και του γλύπτη Χένρι Μουρ κατά τη διάρκεια έκθεσης που οργανώθηκε από το αμερικανικό πανεπιστήμιο. Τα έργα εντοπίστηκαν μερικά χρόνια αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου του 1969, σε δημοπρασία στην Καλιφόρνια, χωρίς ωστόσο να γίνουν συλλήψεις.
Μουσείο Έντβαρντ ΜουνκΟι ένοπλοι ληστές αιφνιδίασαν επισκέπτες και υπαλλήλους και έφυγαν ανενόχλητοι με λάφυρα δύο από τα γνωστότερα έργα του Νορβηγού ζωγράφου, την «Κραυγή» και τη «Μαντόνα». Οι πινάκες βρέθηκαν το 2006. Μέχρι στιγμής τρεις άνθρωποι έχουν καταδικαστεί, αλλά κανένας από αυτούς δεν ήταν μεταξύ των ενόπλων. Να σημειωθεί πως η «Κραυγή» είχε κλαπεί και το 1994 από την εθνική γκαλερί του Όσλο.
Γκαλερί του Στίβεν Χαν, 1969
Οι κλέφτες «σήκωσαν» επτά πίνακες, μεταξύ των οποίων έργα των Μονέ, Κάσατ, Ρουό, συνολικής αξίας 500.000 δολ. Όσο ειρωνικό κι αν ακούγεται, ο Χαν συζητούσε με έναν από τους κλέφτες για τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας της γκαλερί την ώρα που λάμβανε χώρα η ληστεία!
Μουσείο Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ, 1990
Μουσείο Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ, 1990
Η μεγαλύτερη ληστεία όλων των εποχών. Δύο ένοπλοι με αστυνομική περιβολή εισήλθαν στο μουσείο και έκλεψαν 13 σπάνιους πίνακες συνολικής αξίας 300 εκατ. δολ. Μερικά από τα πιο σπάνια και σημαντικά κλοπιμαία τους ήταν το «Κονσέρτο» του Βερμέερ , η «Καταιγίδα στη Θάλασσα της Γαλιλαίας» του Ρέμπραντ και το «Chez Tortoni» του Μονέ. Η υπόθεση δεν έχει κλείσει μέχρι σήμερα.
Μουσείου Λούβρου, 1911
Μουσείου Λούβρου, 1911
Πριν ακριβώς 100 χρόνια ένας φύλακας του Μουσείο του Λούβρου, ο ιταλικής καταγωγής Βιτσέντζο Περούτζια, έκλεψε άκοπα το διάσημο πίνακα του Ντα Βίντσι. Ξεκρέμασε το κάδρο από τον τοίχο, αφαίρεσε το μουσαμά και τον πήρε μαζί του. Οι έρευνες κράτησαν δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι οι αρχές να υποπτευτούν τον Περούτζια, ο οποίος στο μεταξύ επιχείρησε να πουλήσει το έργο σε μια γκαλερί της Φλωρεντίας. Στη διάρκεια της δίκης υποστήριξε ότι τα κίνητρά του ήταν πατριωτικά, διότι δεν ανεχόταν ένα κορυφαίο δείγμα του ιταλικού πνεύματος να βρίσκεται σε ξένο έδαφος. Φυλακίστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά για τους Ιταλούς θεωρήθηκε λαϊκός ήρωας.
Μουσείο καλών τεχνών Μόντρεαλ,1972
Οι ληστές κρεμάστηκαν με σκοινιά από την οροφή και «προσγειώθηκαν» στο εσωτερικό του μουσείου. Έκλεψαν 17 ελαιογραφίες του 18ου αιώνα, ανάμεσα στις οποίες ήταν έργα των Ρούμπενς και Ρέμπραντ.Μουσείο καλών τεχνών Μόντρεαλ,1972
Εργαστήριο τέχνης Μεσουνταε, 2011
Είναι η μοναδική γκαλερί της Β. Κορέας, πλήρως χρηματοδοτούμενη από την κυβέρνηση, στην οποία εργάζονται 1.000 ζωγράφοι, που δημιουργούν έργα επί παραγγελία του καθεστώτος. Αν και οι πίνακες πόρρω απέχουν από το να χαρακτηριστούν αριστουργήματα, δύο υπάλληλοι τους διακινούσαν παράνομα στα σύνορα της χώρας και μοιράζονταν με τους δημιουργούς τα έσοδα των πωλήσεων.
Αναδημοσίευση από το τεύχος Οκτωβρίου Νο2 του περιοδικού ΄Esquire΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου