Στα φανάρια της Βάρκιζας φρενάρισα. Ένας περίεργος ήχος από μηχανάκι της κακιάς ώρας έσπαζε τύμπανα με το γκρ γκρ γκρ γκρ του. Όλα τα αυτοκίνητα του βαρβάτου μποτιλιαρίσματος, όλοι οι οδηγοί ακούγαμε τον ίδιο ήχο και όλοι περιμέναμε να δούμε από πού έρχονταν. Κοιταζόμασταν απορημένοι, συνεννοημένοι σχεδόν σε δευτερόλεπτα…Και καταφθάνει μηχανάκι από τον καιρό της κατοχής που θαρρείς και έκαιγε πατσαβούρες και το οδηγούσε ένα τόσο δα ανθρωπάκι. Με λουλουδάτο φόρεμα, παλιομοδίτικο εμπριμέ, με ένα καπέλο κατακαμένο από τον ήλιο, ένα περίεργο κουβάρι μια σταλιά ανθρώπου πάνω σε μια μηχανή με εκκωφαντικό θόρυβο που πήγαινε παράταιρα, μια δεξιά, μια αριστερά λες και είχε όλο το οδόστρωμα δικό του. Τι γίνεται; Τι είναι αυτό; «Μερικές στιγμές σε τούτη τη χώρα νιώθω σαν νάμαι στη Βαγδάτη» είπε εκείνος. Μα εγώ δεν είχα χρόνο ν΄απαντήσω γιατί προσπαθούσα μαζί με άλλους να διερευνήσω το θέαμα…Και μόνο όταν το μηχανάκι στάθηκε κι αυτό στο φανάρι διέκρινα στις γάμπες της οδηγού.
Μια γριά μπορεί και χιλίων ετών. Γάμπες με δέρμα κατατσαλακωμένο και φλέβες κόμπους κόμπους σαν νάχε κρύψει κομπολόι κάτω από το πετσί της. Είναι μια γριά! Πολύ γριά! Οδηγεί μηχανάκι! Οδηγεί παλαβά σχεδόν. Τόσκασε; Είναι τρελή; Μπα! Μα δεν έχει κανέναν να την προσέχει; Παιδιά, εγγόνια; Έτρεχε φουλαριστά το μυαλό μου σε διάφορα σενάρια. Ωστόσο ακίνητη η γριά περίμενε ν΄ανάψει το φανάρι ενώ οι οδηγοί κοιταζόμασταν μεταξύ μας και σχολιάζαμε σαν σε καφενείο γελώντας και απορώντας…Με τον μαγικό τρόπο που η ελληνική ράτσα μας συνεννοείται σε δευτερόλεπτα…
Μέχρι που ξαφνικά μια μηχανάρα της ομάδας Δίας έκανε την εμφάνιση της με έναν παλίκαρο δυο μέτρα και μια συνοδηγό κοπελαρίνα. Και στάθηκαν δίπλα στο θέαμα…Πω πω! Ας μη την πιάσουν τη γριά…Ή μήπως πρέπει να την πιάσουν; Αμφιταλαντευόμουν μεταξύ λογικής και παράλογου, νόμιμου και παράνομου…Αμφιταλαντευόμουν ενώ η γριά έμοιαζε τόσο σίγουρη, σχεδόν αγέρωχη μέχρι και περήφανη για τις ικανότητές της…Πώς να της το χαλάσεις; Οι αστυνόμοι της ομάδας Δίας πήγαν κοντά της. Της χαμογέλασαν. Η γριά ακίνητη σαν μαρμαρωμένο άγαλμα. Τη χτύπησαν σχεδόν ενθαρρυντικά στην πλάτη. Το φανάρι άναψε. Και ο καθένας μας…Της γριάς συμπεριλαμβανομένης…Πήρε το δρόμο του. Αναστέναξα. Αναστέναξε και ο μετανάστης. Σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου θα την συλλάμβαναν. Μια μηχανή κατοχική, χωρίς πινακίδες και μια γριά αλλού γι΄αλλού… Λάτρεψα τη σκηνή. Αυτή η σκηνή είναι η δική μου Ελλάδα. Η Ελλάδα του Δωδεκάθεου. Του σουρεαλισμού. Η Ελλάδα… Πώς να σας το πω! Όχι των χρωμάτων αλλά των αποχρώσεων.
Η μεγαλοσύνη και η προτεραιότητα όχι στο στυγνό γράμμα του νόμου αλλά στο τσακ που κάνει η ψυχή…Και ρε γαμώτο! Στο δικό μου αγαπημένο μετανάστη έχω πολλά επιχειρήματα να λέω για την κατάντια την κοινωνική και οικονομική της χώρας, για το πόσο τυχερός είναι που δουλεύει στο εξωτερικό και που μπορεί να προγραμματίζει τη ζωή του και να νιώθει ότι το σύστημα σέβεται τους κόπους του αλλά….Δεν έχω ούτε μια λέξη να προτάξω για τη μεγαλοφυή φιλοσοφία της καθημερινότητας του Έλληνα και το ευλογημένο, χιλιολατρεμένο «δε βαριέσαι» σε σοφή δοσολογία….Όχι για να περιθάλπει ανομία, όχι για προσωπικό συμφέρον αλλά για να κοιτάζει με συμπάθια, να χωράει…Αυτό το «χωράει» είναι το μυστικό και το κλειδί της ελληνικής ψυχοσύνθεσης. Η ευρυχωρία μας. Που σκύβει με σεβασμό το κεφάλι στο «έτσι μ΄αρέσει» και χαμογελάει τρυφερά στο υστερόγραφο «δεύτερη ζωή δεν έχει!». Αυτό το θελκτικό αλαλούμ ρε πούστη μου δε θα βρει χώρα να του το αντικαταστήσει. Καλή αντάμωση μετανάστη!
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.dolce&id=7599
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου