"Είμαι από κείνους που μετά τη νίκη τραγουδούν μέχρι αργά τη νύχτα, που σπάνε τα μούτρα στον αντίπαλο οπαδό από κείνους που αν είναι ανάγκη αύριο θα πάνε στο μέτωπο και αντί για σημαία αθλητική θα κρατάνε στο χέρι τουφέκι…"
Το παραπάνω αποτελεί ποίημα του Ντεντέλικο Νέσα Ποπάνιτς, δημοσιευμένο στο βιβλίο με τίτλο Η καρδιά στο χορτάρι, στο Βελιγράδι του 1982. Αντικατοπτρίζει με τον πιο εύγλωτο τρόπο ότι ο αθλητισμός είναι το προπαρασκευαστικό στάδιο του πολέμου. Πολύ περισσότερο βέβαια το ποδόσφαιρο, ως το άθλημα των εκατομμυρίων οπαδών και των “μεγάλων συγκινήσεων”. Η ιδέα αυτή βρήκε την εφαρμογή της στην πρώην Γιουκοσλαβία την περίοδο που επακολούθησε το θάνατο του Τίτο και έκτοτε αποτέλεσε την ιδεολογική πλατφόρμα στην οποία κινήθηκαν ομάδες, οπαδοί, παράγοντες και εξουσίες. Τις παραμονές της έναρξης του πολέμου στην πρώην Γιουκοσλαβία η βασική προπαγάνδα του σέρβικου εθνικισμού εκφράστηκε κατά κύριο λόγο μέσω των αθλητικών εφημερίδων. Οι χούλιγκανς των ομάδων του Βελιγραδίου αποτελούσαν την πρώτη ύλη, τους έτοιμους να θυσιαστούν για τα εθνικά ιδεώδη τα οποία άλλωστε εξυμνούσαν στα γήπεδα αντιμετωπίζοντας τους αντιπάλους τους. Κάπως έτσι ο σφαγέας Αρκάν στρατολόγησε μέσα από τις τάξεις των οπαδών του Ερυθρού Αστέρα αυτούς που μετέπειτα θα στελέχωναν τις διάσημες τίγρεις. Την περίοδο που προηγήθηκε της σύρραξης και υπό συνθήκες εθνικιστικής έξαρσης, οι οπαδοί των δύο ομάδων του Βελιγραδίου (Αστέρας και Παρτιζάν) έπαψαν τις μεταξύ τους συγκρούσεις και επιδόθηκαν μέσω συνθημάτων σ’ έναν διαγωνισμό εθνικής συνείδησης με σκοπό να αποδείξουν ο ένας στον άλλο το μέγεθος του πατριωτισμού τους. Το ίδιο συνέβαινε και στην Κροατία μεταξύ των οπαδών της Δυναμό και της Χάιντουκ. Οι εθνικιστικοί κύκλοι και οι δυσώδεις αντιλήψεις και επιδιώξεις τους είχαν έτοιμους τους στρατούς τους. Σε δημοσίευμα το Δεκέμβρη του 1991 στην επιθεώρηση του Αστέρα γράφεται για τον Αρκάν το παρακάτω: “Όλοι με τα μαλλιά κομμένα κανονικά, με τους μαύρους στρατιωτικούς μπερέδες περπατούν τραγουδώντας: Ο Σέρβικος στρατός είμαστε εμείς, οι τίγρεις του Αρκάν, εθελοντές από τον πρώτο ως τον τελευταίο, η Σέρβικη γη δεν παραδίδεται σε κανένα. Σαν το βήμα και το ποδοκρότημα να έδιναν δύναμη και ρυθμό στη μελωδία. Εξαφανίζονται στο δάσος αλλά τα λόγια τους αντηχούν: στον αγώνα, στη μάχη, στην έφοδο, Σέρβε μου εγέρθητι, ποτέ μην απομακρύνεσαι από την εστία σου. Η δόξα κι ο Θεός προστατεύουν τον Σέρβο στρατιώτη. Γυρνώ το χρόνο πίσω και προσπαθώ να δω όλους αυτούς τους θαρραλέους νέους στα γήπεδα όλης της Ευρώπης. Θυμάμαι με ακρίβεια που βρισκόταν ο καθένας τους, ποιός κυμμάτιζε πρώτος τη σημαία, ποιός άναβε τη δάδα…”.
Οι ενοχλητικοί χούλιγκανς που πρέπει να καταστέλλονται σε περιόδους “ειρήνης”, αποτελούν για τους μηχανισμούς πρώτης τάξης κρέας για τα κανόνια όταν αυτό απαιτηθεί. Το γήπεδο το οποίο παρουσιάζεται αθώα ως μέρος και μέσο κοινωνικοποίησης, το γήπεδο το οποίο πλέον ανοίγει τις αγκάλες του σε ένα ευρύ φάσμα θεατών, “ξεπερνώντας” σε κάποια μέρη ή έχοντας “ξεπεράσει” σε άλλα το πρόβλημα της βίας, δεν έπαψε ποτέ να είναι το εκκολαπτήριο στρατών. Μπορεί αυτοί οι στρατοί κατά περίπτωση να μην εκφράζονται τόσο εντός των γηπέδων αλλά υπάρχουν και στήνουν τις δικές τους μάχες, τις δικές τους νίκες, τις δικές τους ήττες και απώλειες. Και σίγουρα θα αποτελούν τις εφεδρείες που θα “ενωθούν για τον κοινό σκοπό” που θα τεθεί από τα αφεντικά τους.
Οι μελετητές του Κράτους του 20ου αιώνα έχουν επισημάνει πως για αυτό (το κράτος), ο αθλητισμός είναι κατά κύριο λόγο προστρατιωτική εκπαίδευση. Λίγο πριν την έναρξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου Ο Γάλλος Henri Degranges, διευθυντής της αθλητικής εφημερίδας Auto και δημιουργός του ποδηλατικού γύρου Γαλλίας, δήλωνε ότι “ο πόλεμος τελικά είναι μόνον αθλητισμός, μια μεγάλη αθλητική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο έθνη”. Να σημειωθεί ότι στη Γαλλία μέχρι τα τέλη του 1926 η διδασκαλία φυσικής αγωγής υπαγόταν στο υπουργείο Πολέμου.
Μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, ο αθλητισμός έγινε το σύμβολο του εθνικού αγώνα και οι αθλητές εκπρόσωποι του έθνους και ήρωες πολέμου, οι εγγυητές του συνδετικού ιστού της εθνικής κοινότητας. Οι οπαδοί είναι αναμφισβήτητο και περήφανο μέρος αυτών που θα εγγυηθούν την τιμή του έθνους.
Το πρωτοπόρο κράτος στη χρησιμοποίηση συγκεκριμένα του ποδοσφαίρου για πολιτικούς σκοπούς είναι η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Ο φασίστας δικτάτορας δεν παρέλειψε να επωφεληθεί από τη διοργάνωση του δεύτερου παγκοσμίου κυπέλου στην Ιταλία το 1934 για να αναγορεύσει μέλη της εθνικής ομάδας σε “στρατιώτες στην υπηρεσία του έθνους”, αλλά και να προειδοποιήσει τους παίχτες λέγοντας “νίκη ή θανατος”. Ο υπουργός προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος Γκέμπελς έλεγε ότι “για τον απλό κόσμο, το να κερδίσεις έναν διεθνή αγώνα είναι πιο σημαντικό από το να κατακτήσεις μια πόλη”, ενώ το 1942 οι έντεκα ποδοσφαιριστές της Δυναμό Κιέβου εκτελέστηκαν στην Ουκρανία από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής επειδή κέρδισαν ποδοσφαιρικό αγώνα εναντίον της εθνικής Γερμανίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ παγκόσμιο και σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου ο αθλητισμός εν γένει και το ποδόσφαιρο ειδικά αποτέλεσαν την προέκταση της αντιπαλότητας. Τα καθεστώτα του πάλαι ποτέ “υπαρκτού σοσιαλισμού” επένδυσαν στον αθλητισμό και την αθλητική τεχνολογία δημιουργώντας ένα τερατώδες κατασκεύασμα πειθαρχίας και ντόπας στον πόλεμο με τα καπιταλιστικά κράτη. Ο Ζόραν Ζούγιοβιτς έβλεπε στον αθλητισμό του Κομμουνιστικού Γιουκοσλαβικού κράτους δύο καθήκοντα: “Το πρώτο, η ισχυροποίηση του σώματος για μια μεγάλη ανανέωση της χώρας και το δεύτερο, να καταστεί προσιτός για όλους ώστε να συγκεντρωθεί και να ενοποιηθεί η νεολαία μας, ανεξάρτητα από τη σωματική διάπλαση και κατάσταση. Το πιο μεγάλο και ιερό καθήκον συνίσταται στο να βοηθήσει αδελφικά και με αφοσίωση στο Μέτωπο”. (από την ιδρυτική διακήρυξη του Ερυθρού Αστέρα).
Τα παραδείγματα που αναφέρονται στη σχέση του ποδοσφαίρου με τον μιλιταρισμό και τον εθνικισμό δεν αποτελούν κάποιες περίεργες και κατακριτέες “παρεκτροπές”, αλλά αναπόδραστη κατάληξη και προϊόν της σύμμειξης πειθαρχίας, ανοιχτής επιθετικότητας και κρατικού ελέγχου. Κοιτώντας ανταγωνιστικά αγωνίσματα περασμένων αιώνων, διαφαίνεται ότι εξυπηρέτησαν την ανάπτυξη στρατιωτικών δεξιοτήτων και ως τέτοια ιδώθηκε η γυμναστική από τις εξουσίες. Το λεγόμενο “κίνημα της γυμναστικής” στη Γερμανία γεννήθηκε με την προετοιμασία του “απελευθερωτικού αγώνα” ενάντια στον Ναπολέοντα και ο εθνικιστής “πατέρας της γυμναστικής” Γιαν, διακήρρυτε την “προστασία της νεολαίας από την μαλθακότητα για να διατηρηθεί γερή για την πατρίδα”. Κατά το μέσο τελευταίο του 19ου αιώνα εισήχθησαν οι σωματικές ασκήσεις και στα Πρωσικά σχολεία μετά από εισήγηση του μιλιταριστή Σπίες στην Πρώσικη βασιλική οικογένεια πείθοντας ότι η γυμναστική θα μπορούσε να αποτελέσει μια άμεση μορφή στρατιωτικής εκγύμναση. Οι “ασκήσεις πειθαρχίας” παρήγαγαν έναν πειθαρχημένο υπήκοο σε περιόδους ειρήνης κι έναν αποφασισμένο μαχητή σε περιόδους πολέμου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι διεθνείς αθλητικές συναντήσεις πρωτοεμφανίστηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, εποχής ανερχόμενου εθνικισμού και ιμπεριαλισμού. Ο εμπνευστής αυτών των συναντήσεων και των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων Βαρώνος ντε Κουμπερτέν ήταν ένας πεπεισμένος μιλιταριστής ο οποίος τη στιγμή που μιλούσε για συναδέλφωση των λαών μέσω του αθλητισμού ήταν ο ίδιος που προετοίμαζε τη Γαλλική νεολαία για τα πεδία της σφαγής πιστεύοντας ότι η λαχτάρα της μάχης είναι ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση. Αργότερα ο Χίτλερ στο “ο αγών μου” έγραφε: “Δώστε στον Γερμανικό λαό έξι εκατομμύρια σώματα με άμεμπτη αθλητική εκγύμανση, όλα φλεγόμενα με φανατική αγάπη για την πατρίδα τους και γαλουχημένα με το υψηλότερο επιθετικό πνεύμα, και σε λιγότερο από δύο χρόνια, αν είναι ανάγκη, ένα εθνικό κράτος θα έχει δημιουργήσει ένα στρατό”.
Πριν από κάθε αγώνα ποδοσφαίρου στα παγκόσμια πρωταθλήματα ακούγονται οι αιματοβαμμένοι εθνικοί ύμνοι των ομάδων που συμμετέχουν και το γήπεδο γίνεται το πεδίο μάχης όπου θα ξεκαθαριστούν εθνικές διαφορές, θα φουντώσει το εθνικό αίσθημα και η περηφάνεια των υπηκόων-θεατών, θα αναμοχλευτούν πάθη, θα καταπραϋνθούν ταξικές διαφορές, θα ξεχάσουν οι καταπιεσμένοι τους καταπιεστές τους παρακολουθώντας την εθνική ομάδα-στρατό να θριαμβεύει ή να ηττάται από κάποια άλλη ομάδα-στρατό.
Οι ντοπαρισμένες συνειδήσεις θα πανηγυρίσουν έξαλλα όταν κερδίσουν τη μάχη, θα κατακλυστούν από αισθήματα μεγαλείου και εθνικής περηφάνειας, θα υψώσουν τις εθνικές σημαίες που τους καταπιέζουν αλλά τους “ενώνουν” στα πεδία των μαχών, θα λιντσάρουν, εξευτελίσουν, δολοφονήσουν όποιον “υποδεέστερο” τολμήσει να τους νικήσει, όπως έκαναν οι ωρυώμενοι ελληνάρες μετά την ήττα της εθνικής ελλάδος από την αντίστοιχη της αλβανίας το 2006, θα δολοφονήσουν τον ποδοσφαιριστή-προδότη που θα ευθύνεται για την ήττα της πατρίδας, όπως συνέβη με τον Κολομβιανό αμυντικό Αντρές Εσκομπάρ όταν το αυτογκόλ που έβαλε κατά τη διάρκεια αγώνα στο μουντιάλ του 1994 στέρησε τη νίκη από την ομάδα…
Οι σωματικές ασκήσεις χωρίς διανοητικές ασκήσεις οδηγούν σ’ ανθρώπους που γίνονται πρώτα κτήνη κι ύστερα τροφή για κανόνια.Ερνστ Μπλοχ (η αρχή της ελπίδας, Φρανκφούρτη 1952)
Αναδημοσίευση από μπροσούρα του Θερσίτη
Κακώς ταυτίζει το άθλημα, χρησιμοποιώντας μεμονωμένα περιστατικά, με τον Μιλιταρισμό και τον Εθνικισμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπαδισμός (ποδοσφαιρικός) – Μιλιταρισμός – Εθνικισμός, το καταλαβαίνω.
Επίσης, το «Οι σωματικές ασκήσεις χωρίς διανοητικές ασκήσεις οδηγούν σ’ ανθρώπους που γίνονται πρώτα κτήνη κι ύστερα τροφή για κανόνια», φανερώνει προκατάληψη. Πιθανότατα ο Ερνστ Μπλοχ είχε πρόβλημα με την γυμναστική…