Ένα πολύ ωραίο άρθρο του Θέμη Καίσαρη στο contra.για τις μεταγραφές "αεροδρομίου"
Αλήθειες και ψέματα για το κόστος των μεταγραφών...αεροδρομίου στη χώρα μας. Ανάλυση και σύγκριση βιογραφικών, η νέα μόδα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Θέμης Καίσαρης σχολιάζει τις ελληνικές παραδοσιακές αξίες.
Τελικώς είμαστε εναξάντλητοι. Ποτέ δεν θα σταματήσουμε να βγάζουμε καινούργιες πατέντες στον τρόπο που βλέπουμε το ποδόσφαιρο, να εφαρμόζουμε λογικές που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Μια πατέντα πχ που έχουμε μόνο στην Ελλάδα είναι αυτό που σας έγραφα με αφορμή την απόκτηση του Ριέρα από τον Ολυμπιακό. Το “όλα μέσα”.
Παγκοσμίως ως κόστος μιας μεταγγραφής λογίζεται το ποσό που παίρνει η ομάδα που πουλάει τον παίκτη. Αν πάρει 2 εκατ. ευρώ, αυτό είναι το κόστος της μεταγγραφής. Αν έχουν μπει ρήτρες για μελλοντικά μπόνους, τότε αυτά υπόλογίζονται μόνο όταν κι εφόσον πληρωθούν, ενώ αν ο παίκτης έρθει ελεύθερος, τότε το ποσό είναι μηδενικό. Απλά πράγματα.
Στην Ελλάδα οι εφημερίδες, για προφανής δικούς τους λόγους, τα βάζουν όλα μαζί. Μάνατζερ, μπόνους, εφορίες και τα λεφτά που θα προβλέπεται να πάρει ο παίκτης αν συμπληρώσει τη διάρκεια του συμβολαίου του και κατακτήσει κι όλους τους στόχους. Το τρομερό είναι πως αυτή η πατέντα χρησιμοποιείται από ομάδες και εφημερίδες με δύο τρόπους. Παίρνει ο Ολυμπιακός τον Ριέρα; Βγάζουμε κομπιουτεράκια κι από τα 4 εκατ. που κόστισε η μεταγγραφή φτάνουμε το ποσό στα 20κάτι, να τρελλάνουμε τους γαύρους. Αυτή η περίπτωση είναι το “φουσκώνω για να αποθεώσω”.
Εφαρμογή της άλλης περίπτωσης είχαμε για ένα διάστημα πέρσι. Για μια εβδομάδα ο Ολυμπιακός είχε αποσυρθεί από την διεκδίκηση του Μέλμπεργκ. Για να μην γκρινιάζουν οι γαύροι, εφαρμόστηκε η πατέντα. Δυο εκατ. και κάτι που θέλει η Γιουβέντους και δυο για τρία χρόνια που ζητάει ο παίκτης, φτάνουμε κοντά στα οκτώ. Έτσι το έλεγε η δίοικηση στους ρεπόρτερ, έτσι το έγραφαν οι εφημερίδες. Μοιραία, μας έπαιρναν τηλέφωνο το βράδυ στην εκπομπή οι ολυμπιακοί κι έλεγαν “ρε παιδιά, είναι πολλά τα 8 εκατ. για 32άρη αμυντικό, τί θα μείνει για αριστερό εξτρέμ;”
Ανάλυση και σύγκριση βιογραφικών
Αυτά είναι παραδοσιακές ελληνικές ποδοσφαιρικές αξίες. Χθες το βράδυ έμαθα και μια κανούργια δικιά μας πατέντα. Επέστρεψα Αθήνα κι αφού τη Δευτέρα ξεκινάω πάλι εκπομπές, έβαλα να ακούσω τον Τσάρλι μόνο του, να πάρω λίγο κλίμα. “Το βιογραφικό του Μπουμσονγκ είναι καλό, μέτριο ή πολύ καλό;” “Ποιανού το βιογραφικό είναι καλύτερο, του Μέλμπεργκ ή του Μπουμσόνγκ;” “Το βιογραφικό του Ριέρα εσένα σου φαίνεται καλό;” Ίδιες κουβέντες κι αναλύσεις και στις εφημερίδες. Η νέα μόδα του ελληνικού ποδοσφαίρου, άναλυση και σύγκριση βιογραφικών.
Πρώτον, τα βιογραφικά μετράνε όταν μιλάμε για ποια κοπέλα θα προσληφθεί στη θέση της γραμματέως. Πόσες γλώσσες μιλάει, πόσο καλά χειρίζεται υπολογιστή, τι προυπηρεσία έχει. Το ίδιο και για ηθοποιούς. Ποια σχολή έχουν βγάλει, αν έχουν πάρει μαθήματα χορού και τραγουδιού, σε τι παραστάσεις έχουν παίξει, με ποιους σκηνοθέτες, κτλ. Φυσικά, το βιογραφικό δεν γράφει αν η κοπέλα είναι σχολαστική ή όχι, αν ο ηθοποιός “τα λέει” ή όχι, ούτε αν το υψηλόβαθμό στέλεχος έχει πρόβλημα με το ποτό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το κοιτάς.
Δεύτερον, κουβέντα για το βιογραφικό ποδοσφαιριστών γίνεται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν ο παίκτης είναι άγνωστος. Όταν δεν έχεις εικόνες από αυτόν, κοιτάς τον πίνακα με την καριέρα του, μπας και βγάλεις κάποιο συμπέρασμα. Αν έχει γεμάτες χρονιές ή όχι, αν σκοράρει με συνέπεια, αν έχει τραυματισμούς και τι είδους. Επίσης, ψάχνεις να βρεις γιατί έχασε τη θέση του βασικού, πόσο καιρό έμεινε σε κάθε ομάδα και γιατί έφυγε, τέτοια πράγματα. Όταν μιλάμε για τον Ριέρα, τον Μέλμπεργκ, τον Μπουμσόγνκ, τον Γκαλάς, τον Κρις, τον Μαρέσκα, τον Σισέ και τον Γκοβού, τι το θέλουμε το βιογραφικό; Δεν τους ξέρουμε τους παίκτες; Ή μάλλον, να το θέσω αλλιώς, δεν είναι δουλειά μας να τους ξέρουμε, να έχουμε σαφή εικόνα;
Τρίτον, οι ομάδες δεν αγοράζουν βιογραφικά. Αγοράζουν προσόντα κι αδυναμίες. Προτερήματα κι ελλατώματα. Όλα όσα προκύπτουν από την ανάλυση ενός βιογραφικού είναι χρήσιμα, αλλά συμπληρωματικά. Συμπληρώνουν την εικόνα του ποδοσφαιριστή, δεν παίζουν αυτά ποδόσφαιρο. Στο χορτάρι θα εμφανιστούν τα προσόντα του παίκτη κι οι αδυναμίες του. Αυτά έχουν σημασία, μαζί με την κατάσταση στην οποία τον αποκτάς κι αν φυσικά ταιριάζει με την ομάδα, έχει όσα ζητάς.
Το βιογραφικό του Μαρέσκα έγραφε οτι δεν μπορεί να κουνηθεί, δεν κόβει και δεν τρέχει με την μπάλα; Το βιογραφικό του Μπίσκαν έγραφε πως παίζει σαν να έχει πάρει βάλιουμ; Το βιογραφικό του Ντούντου έγραφε πως είναι ικανός να παίξει τραυματίας σε φιλικό του Ροναλντίνιο; Το βιογραφικό του Νούνιες έγραφε πως έχει αδυναμία στις τηγανητές πατάτες, το αντίστοιχο του Ντιόγο έλεγε πουθενά πως θα του αρέσουν τα μπουζούκια και το ουίσκι; Το βιογραφικό του Ραούλ Μπράβο έγραφε πως δεν του αρέσει να μαρκάρει και να παίρνει κεφαλιά, του Χουάνφραν έλεγε πως δεν κόβει ούτε τον Ρουμπάκη; Πολλά μπορείς να μάθεις από την ανάγνωση ενός βιογραφικού, ειδικά αν έχεις τα σωστά κριτήρια, το σωστό πρίσμα. Βασικότερο, όμως, όλων είναι ο ποδοσφαιριστής. Να έχεις σαφή εικόνα των προσόντων του, των αδυναμιών του και να μπορείς ταυτόχρονα να κρίνεις πως κολλάει στην ομάδα που τον αποκτά. Αυτά πχ έγραψα για τον Ριέρα, όσα πιστεύω γι’αυτόν με βάση τα δεκάδες παιχνίδια που τον έχω δει να αγωνίζεται με τη φανέλα της Λίβερπουλ.
Και μιας κι όλα αυτά ξεκίνησαν με το βιογραφικό του Μπουμσόνγκ, μια κουβέντα και γι’αυτόν. Ο Παναθηναϊκός πήρε τα προσόντα και τις αδυναμίες του. Στο χορτάρι, λοιπόν, θα καρπωθεί ικανότητα στο ψηλό παιχνίδι, σκληράδα στο ένας μ’έναν και όλα αυτά χωρίς ο παίκτης να υστερεί σε ταχύτητα. Ταυτόχρονα, δεν θα αποκτήσει ηρεμία στα μετόπισθεν, ούτε ηγετική καθοδήγηση. Αυτά, ακόμα και μετά την απόκτηση του Μπουμσονγκ, μπορεί να τα δώσει μόνο ο Κατσουράνης. Τελος, θα ζημιωθεί από τρομερές γκέλες. Δεν μιλάμε για απλά λάθη ύπο πίεση, αλλα γι’απίστευτες γκάφες από το πουθενά, γκέλες που θα κοστίσουν.
Λογικά θα συμβούν όλα αυτά, και θετικά και αρνητικά. Και δεν αλλάζουν, είτε ο Μπουμσόνγκ έχει φορέσει τη φανέλα της Γιουβέντους, είτε όχι, είτε έχει 27 συμμετοχές με την Εθνική Γαλλίας, είτε όχι. ‘Οπως δεν άλλαξε την ακινησία του Μαρέσκα το γεγονός πως έχει αναδειχθεί MVP σε τελικό ΟΥΕΦΑ, όπως δεν άλλαξε τη ανυπαρξία του Μπίσκαν το γεγονός πως ήρθε Πρωταθλητής Ευρώπης. Όπως φυσικά δεν άλλαξε την προσφορά του Ριβάλντο το γεγονός πως εκείνη την εποχή δεν είχε ομάδα, ούτε άλλαζει το ορθόν της επιλογής του Γκοβού το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια δεν έχει γκολ.
Τελικώς είμαστε εναξάντλητοι. Ποτέ δεν θα σταματήσουμε να βγάζουμε καινούργιες πατέντες στον τρόπο που βλέπουμε το ποδόσφαιρο, να εφαρμόζουμε λογικές που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Μια πατέντα πχ που έχουμε μόνο στην Ελλάδα είναι αυτό που σας έγραφα με αφορμή την απόκτηση του Ριέρα από τον Ολυμπιακό. Το “όλα μέσα”.
Παγκοσμίως ως κόστος μιας μεταγγραφής λογίζεται το ποσό που παίρνει η ομάδα που πουλάει τον παίκτη. Αν πάρει 2 εκατ. ευρώ, αυτό είναι το κόστος της μεταγγραφής. Αν έχουν μπει ρήτρες για μελλοντικά μπόνους, τότε αυτά υπόλογίζονται μόνο όταν κι εφόσον πληρωθούν, ενώ αν ο παίκτης έρθει ελεύθερος, τότε το ποσό είναι μηδενικό. Απλά πράγματα.
Στην Ελλάδα οι εφημερίδες, για προφανής δικούς τους λόγους, τα βάζουν όλα μαζί. Μάνατζερ, μπόνους, εφορίες και τα λεφτά που θα προβλέπεται να πάρει ο παίκτης αν συμπληρώσει τη διάρκεια του συμβολαίου του και κατακτήσει κι όλους τους στόχους. Το τρομερό είναι πως αυτή η πατέντα χρησιμοποιείται από ομάδες και εφημερίδες με δύο τρόπους. Παίρνει ο Ολυμπιακός τον Ριέρα; Βγάζουμε κομπιουτεράκια κι από τα 4 εκατ. που κόστισε η μεταγγραφή φτάνουμε το ποσό στα 20κάτι, να τρελλάνουμε τους γαύρους. Αυτή η περίπτωση είναι το “φουσκώνω για να αποθεώσω”.
Εφαρμογή της άλλης περίπτωσης είχαμε για ένα διάστημα πέρσι. Για μια εβδομάδα ο Ολυμπιακός είχε αποσυρθεί από την διεκδίκηση του Μέλμπεργκ. Για να μην γκρινιάζουν οι γαύροι, εφαρμόστηκε η πατέντα. Δυο εκατ. και κάτι που θέλει η Γιουβέντους και δυο για τρία χρόνια που ζητάει ο παίκτης, φτάνουμε κοντά στα οκτώ. Έτσι το έλεγε η δίοικηση στους ρεπόρτερ, έτσι το έγραφαν οι εφημερίδες. Μοιραία, μας έπαιρναν τηλέφωνο το βράδυ στην εκπομπή οι ολυμπιακοί κι έλεγαν “ρε παιδιά, είναι πολλά τα 8 εκατ. για 32άρη αμυντικό, τί θα μείνει για αριστερό εξτρέμ;”
Αυτά είναι παραδοσιακές ελληνικές ποδοσφαιρικές αξίες. Χθες το βράδυ έμαθα και μια κανούργια δικιά μας πατέντα. Επέστρεψα Αθήνα κι αφού τη Δευτέρα ξεκινάω πάλι εκπομπές, έβαλα να ακούσω τον Τσάρλι μόνο του, να πάρω λίγο κλίμα. “Το βιογραφικό του Μπουμσονγκ είναι καλό, μέτριο ή πολύ καλό;” “Ποιανού το βιογραφικό είναι καλύτερο, του Μέλμπεργκ ή του Μπουμσόνγκ;” “Το βιογραφικό του Ριέρα εσένα σου φαίνεται καλό;” Ίδιες κουβέντες κι αναλύσεις και στις εφημερίδες. Η νέα μόδα του ελληνικού ποδοσφαίρου, άναλυση και σύγκριση βιογραφικών.
Πρώτον, τα βιογραφικά μετράνε όταν μιλάμε για ποια κοπέλα θα προσληφθεί στη θέση της γραμματέως. Πόσες γλώσσες μιλάει, πόσο καλά χειρίζεται υπολογιστή, τι προυπηρεσία έχει. Το ίδιο και για ηθοποιούς. Ποια σχολή έχουν βγάλει, αν έχουν πάρει μαθήματα χορού και τραγουδιού, σε τι παραστάσεις έχουν παίξει, με ποιους σκηνοθέτες, κτλ. Φυσικά, το βιογραφικό δεν γράφει αν η κοπέλα είναι σχολαστική ή όχι, αν ο ηθοποιός “τα λέει” ή όχι, ούτε αν το υψηλόβαθμό στέλεχος έχει πρόβλημα με το ποτό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το κοιτάς.
Δεύτερον, κουβέντα για το βιογραφικό ποδοσφαιριστών γίνεται με μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν ο παίκτης είναι άγνωστος. Όταν δεν έχεις εικόνες από αυτόν, κοιτάς τον πίνακα με την καριέρα του, μπας και βγάλεις κάποιο συμπέρασμα. Αν έχει γεμάτες χρονιές ή όχι, αν σκοράρει με συνέπεια, αν έχει τραυματισμούς και τι είδους. Επίσης, ψάχνεις να βρεις γιατί έχασε τη θέση του βασικού, πόσο καιρό έμεινε σε κάθε ομάδα και γιατί έφυγε, τέτοια πράγματα. Όταν μιλάμε για τον Ριέρα, τον Μέλμπεργκ, τον Μπουμσόγνκ, τον Γκαλάς, τον Κρις, τον Μαρέσκα, τον Σισέ και τον Γκοβού, τι το θέλουμε το βιογραφικό; Δεν τους ξέρουμε τους παίκτες; Ή μάλλον, να το θέσω αλλιώς, δεν είναι δουλειά μας να τους ξέρουμε, να έχουμε σαφή εικόνα;
Το βιογραφικό του Μαρέσκα έγραφε οτι δεν μπορεί να κουνηθεί, δεν κόβει και δεν τρέχει με την μπάλα; Το βιογραφικό του Μπίσκαν έγραφε πως παίζει σαν να έχει πάρει βάλιουμ; Το βιογραφικό του Ντούντου έγραφε πως είναι ικανός να παίξει τραυματίας σε φιλικό του Ροναλντίνιο; Το βιογραφικό του Νούνιες έγραφε πως έχει αδυναμία στις τηγανητές πατάτες, το αντίστοιχο του Ντιόγο έλεγε πουθενά πως θα του αρέσουν τα μπουζούκια και το ουίσκι; Το βιογραφικό του Ραούλ Μπράβο έγραφε πως δεν του αρέσει να μαρκάρει και να παίρνει κεφαλιά, του Χουάνφραν έλεγε πως δεν κόβει ούτε τον Ρουμπάκη; Πολλά μπορείς να μάθεις από την ανάγνωση ενός βιογραφικού, ειδικά αν έχεις τα σωστά κριτήρια, το σωστό πρίσμα. Βασικότερο, όμως, όλων είναι ο ποδοσφαιριστής. Να έχεις σαφή εικόνα των προσόντων του, των αδυναμιών του και να μπορείς ταυτόχρονα να κρίνεις πως κολλάει στην ομάδα που τον αποκτά. Αυτά πχ έγραψα για τον Ριέρα, όσα πιστεύω γι’αυτόν με βάση τα δεκάδες παιχνίδια που τον έχω δει να αγωνίζεται με τη φανέλα της Λίβερπουλ.
Λογικά θα συμβούν όλα αυτά, και θετικά και αρνητικά. Και δεν αλλάζουν, είτε ο Μπουμσόνγκ έχει φορέσει τη φανέλα της Γιουβέντους, είτε όχι, είτε έχει 27 συμμετοχές με την Εθνική Γαλλίας, είτε όχι. ‘Οπως δεν άλλαξε την ακινησία του Μαρέσκα το γεγονός πως έχει αναδειχθεί MVP σε τελικό ΟΥΕΦΑ, όπως δεν άλλαξε τη ανυπαρξία του Μπίσκαν το γεγονός πως ήρθε Πρωταθλητής Ευρώπης. Όπως φυσικά δεν άλλαξε την προσφορά του Ριβάλντο το γεγονός πως εκείνη την εποχή δεν είχε ομάδα, ούτε άλλαζει το ορθόν της επιλογής του Γκοβού το γεγονός πως τα τελευταία χρόνια δεν έχει γκολ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου