Γράφει η Μ
Άλλη μια φορά καθισμένος σε αυτή την καρέκλα, σε αυτή τη γωνιά που χαιδεύει αισθησιακά την λύπη μου, φλερτάρει με την αδυναμία μου και τρέφει τη μοναξιά μου με μικρές δόσεις ζεστασιάς…
Ψάχνεις απεγνωσμένα για μια νότα που θα προσκαλέσει έναν ήχο καινούριο, μια σκέψη που θα σε κάνει να νιώσεις και πάλι δυνατός, όπως τότε που χόρευες κάτω από τα φώτα των αστεριών, όταν τα πόδια σου βουτούσαν ακόρεστα μέσα στην άμμο που η βραδυνή δροσιά της αρμύρας ξεδίψαγε το ζεστό κορμί σου… απεγνωσμένα ψάχνεις μέσα σε εκείνο το πρόσωπο που έλαμπε, τη φωνή που αποφάσιζε, το κορμί που σε ύψωνε ίσα με το θεό… πίστεψες ότι θα πάλευες με το δαίμονα και θα νικούσες… περιφρόνησες τις φωνές που έκλαιγαν πνιγμένες στ’αυτιά σου, στους δρόμους, στο κρεβάτι σου…
Μα τα κατάφερες όλα σπουδαίε άνθρωπε.. πρωτοσέλιδο στο παγκόσμιο σύμπαν, πιο μπροστά απ’ όλους στάθηκες και τους κοίταξες με το βλέμμα του κατακτητή… μα δεν ήξερες πως ο δαίμονας ήσουν εσύ… η μάχη αυτή σε ισοπέδωσε μπροστά στο δημιουργό της ύπαρξης, για ακόμα μια φορά σε νίκησε θριαμβευτικά. Έχτιζες χαρτόκουτα και έστηνες παγίδες στο έδαφος προσπαθώντας να πιάσεις ελεύθερα πουλιά, πολέμησες με υποκριτική ανδρεία ότι βρισκόταν μπροστά σου, πίσω σου, δίπλα σου, πάνω σου… όταν αυτό που έπρεπε να διαλύσεις ήταν μέσα σου.. Τώρα κρυμμένος στην πλαστική σου γωνιά , βολεμένος στο παλιόστρωμα που το σώμα σου φριχτά υπομένει και το μυαλό σου αδυνατεί να δεχτεί, συνήθισες το αγκάθινο στεφάνι σου και εσύ… πλήρωσες ακριβά τη φτήνια σου και αυτό ήταν το πιο τίμιο ‘’αλισβερίσι’’ που κατάφερες ποτέ…
γιατί όμως και εσύ έτρεξες στην κούρσα του θανάτου? Γιατί πίστεψες φτωχέ μου ανθρωπάκο οτί μπορούσες και εσύ να γίνεις ένας από αυτούς? Η γραβάτα ταίριαζε στο είδωλό σου στον καθρέφτη όχι όμως και στις ενοχλητικές σου σκέψεις… αυτές που τώρα πια έχουν κατακτήσει το αδυνατισμένο σου σώμα…
Και είναι και αυτή η θύμηση που μπλέκει με το ανάπηρο μυαλό σου, εκείνου του πλήθους που φώναζε για μια ελευθερία, μια παιδεία ίσως και λίγο ψωμί… το μυαλό σου αρχίζει και καίγεται, το σώμα σου αρχίζει και μιλάει με την πιο τσουχτερή φωνή του… Πρέπει να συγκεντρωθείς όμως, μην το χάσεις τώρα το μυαλό σου, τώρα σε χρειάζεται και τούτη η Ελλάδα, η πατρίδα σου ρε ιππότη , δείξε της πόσο δυνατός είσαι να υπομείνεις ‘κλέφτες και αστυνόμους’ …
Τι και αν τώρα φαντάζει εκείνο το λιπόσαρκο μαύρο παιδί του τρίτου κόσμου καθώς τα όρνια περιμένουν να του χιμίξουν χορεύοντας ιεροτελεστικά από πάνω του, σκοτεινιάζοντας τη μορφή του , κρύβοντας Σου τον καυτερό ήλιο..?? Άνοιξε το μυαλό σου στην πολιτεία που διάλεξες, άκου τους σωτήρες σου έξω και κάνε ότι σου πούν αφού δεν κατάφερες ρε καημενούλι να πράξεις μόνος σου.. Το ξέρω, το ξέρω είναι που πείναγες τελευταία και φοβόσουν μην μείνεις και πάλι πεινασμένος… Θόλωσε λίγο τις σκέψεις σου με τα φτυσμένα λόγια ‘’ αχ θα τα καταφέρουμε’’ λένε όλοι μαζί αν προσπαθήσουμε, πωωω τι ανακούφηση και αυτή… Δεν πειράζει τώρα πια που δεν μπορώ να θρέψω το νού μου με γυμνή αλήθεια γιατί αύριο θα μπορώ να φροντίζω το σώμαμου με κουτάλια χρυσά...
μα ναι τώρα θυμάμαι καλά…
-εγώωω ποτέ δεν βγήκα στους δρόμους να φωνάξω την αλήθεια μου, ναι το ήθελα πραγματικά..αλλά … αλλά.., αλήθεια εγώ πάντα μοιραζόμουν το ψωμί μου με φίλο και εχθρό μου…
-εγώ δεν ζήτησα ποτέ χρυσά κουτάλια, μια ευκαιρία να ακούσω την αλήθεια, να την μάθω, να την ερευνήσω, να την μεταδώσω ήθελα…μαα μισό λεπτό ετούτη φταίει για την κατάντια μου.. ναι αυτή εδώ η κουνιστή πόρνη!αυτή η καρέκλα με τράβαγε με χίλιους μαγνήτες πάνω της, μαγεύοντας το κουρασμένο μου σώμα να μην σηκωθεί, το στρώμα πάλιωσε και σαν βάλτος τώρα με ρουφάει με μανία μέσα του!
-ο καθρέφτης μου με δείχνει διαφορετικό πια…δεν είμαι εγώ αυτός!το πρόσωπό μου ρυτιδιασμένο..βοήθα με θεέ μου, πότε πέρασε ο χρόνος , γιατί γλίστησε πάνω μου και τώρα με διώχνει ξεφτιλισμένο στην αρρώστεια μου?...θεέ μου πώς φίμωσα έτσι τη φωνή μου, τώρα καταλαβαίνω πώς εγώ δεν μίλησα ποτέ. Πρέπει να με πιστέψεις όμως θεέ μου πως άνθρωπο άλλο δεν έβλαψα ποτέ , δεν έκλεψα τον φίλο μα ούτε τον εχθρό μου, δεν κατασπατάλησα την περιουσία την φτωχή μου, δεν υπέγραψα κανένα έγγραφο, αλήθεια θεέ μου, πρέπει να με πιστέψεις, ψέμματα δεν λέω…
-να κοίτα και εσύ μονάχα τούτη την καρέκλα υπέγραψα για να μου την παραδώσουν σπίτι μιας και τα πόδια μου πονούν πια…
-ω θεέ μου τώρα κατάλαβα, το πιο μεγάλο λάθος μου, η καταδίκη μου και το αιώνιο βάσσανό μου ήταν που υπέγραψα στον ταχυδρόμο την ετοιμοπαράδοτη ετούτη αναπαυτική καρέκλα.. συγχώρα με φίλε μου, συγχώρα με εχθρέ μου, ας με συγχωρέσει και αυτή η πατρίδα που την πρόδωσα με κάθε μου αδιάφορο νεύμα στην υποκρισία, με κάθε μου γέλιο στην αυταπάτη και κάθε μου γερασμένη ψήφο στο ψέμα..ήρθε η ώρα να φύγω επιτέλους γιατί μόνο πόνο προκάλεσα.
Μα ας αφήσει η τελευταία μου ανάσα που ξεροβήχει, να φτύσω το οινόπνευμα που τόσα χρόνια πότιζε την ύπαρξή μου πάνω σε αυτή την καρέκλα, και οι δαίμονές μου παλεύοντας να αφήσουν το σώμα μου, ας ευχαριστηθούν την καταστροφή της καίγοντας την με το περίσσιο μίσος τους, ελευθερώνοντας φίλους και εχθρούς στην αθανασία της παγκόσμιας νομοτέλειας…δράση- αντίδραση…
Αφού μου τα στέλνουν χωρίς τίτλο,θα ανεβαίνουν χωρίς τίτλο. By the way,, υπάρχει ένα γενικότερο blast from the past στο blog
ΑπάντησηΔιαγραφήpolu wraio, poly katathliptiko,polu vari...dn mporw na pw oti dn m arese exeis talento kopelia alla me piase h psuxh m diavazontas to... thn epomenh fora na grapseis kana arthro san auta tou cosmo..:P paragelia!i an dn thes toso rixo(pou dn einai) grapse kati gia agaph filia xara lalala petaloudes ktl.!<3
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάβασα το άρθρο σου,άνοιξα το παράθυρο και πήδηξα.Ευτυχώς είμαι στο ισόγειο και δεν έπαθα τίποτα
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε κάθε σεβασμό Μ. αλλά δεν μπόρεσα να κρατηθώ στο σχόλιο του ανώνυμου.
ΥΓ. Ενδιαφέρον θα είχαν προτάσεις για τίτλο στο άρθρο.
δε μπόρεσα να κρατηθώ στα σχόλια των προηγούμενων... χαχαχαχα!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή