Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ αποτελεί αναμφισβήτητα τον πιο επιτυχημένο και αναγνωρισμένο διεθνώς σκηνοθέτη, σεναριογράφο και παραγωγό του ισπανικού κινηματογράφου της γενιάς του δημιουργώντας ταινίες με πιστό κοινό που τον παρακολουθεί ανελλιπώς.
Φροντίζει πάντα να συνδυάζει στις ταινίες του σύνθετες αφηγήσεις υιοθετώντας στοιχεία μελοδράματος μαζί με στοιχεία της ποπ κουλτούρας αλλά και της λαϊκής παράδοσης της Ισπανίας ενώ σε καμία του ταινία δεν λείπουν τα έντονα χρώματα, η λεπτή αίσθηση του χιούμορ και τα επιβλητικά μοτίβα. Η επιθυμία, το πάθος, οι οικογενειακοί δεσμοί αποτελούν βασικούς άξονες των ταινιών του που πάντα αγκαλιάζονται από τους θαυμαστές του.
Μαζί με τον μικρό αδερφό του Agustin έχουν ιδρύσει την ισπανική εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών El Deseo S. A, η οποία έχει κυκλοφορήσει και τις περισσότερες ταινίες του, ενώ η Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών τον ανέδειξε το 2001 σε Foreign Honorary Member.
Ο Pedro Almodovar Caballero όπως είναι ολόκληρο το όνομά του γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1949 στο Calzada de Calatrava, μια μικρή αγροτική κωμόπολη της Ciudad Real. Η οικογένειά του δεν είχε οικονομική άνεση καθώς ανήκε στην αγροτική τάξη και ο μικρός Pedro ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά. Ο πατέρας του Antonio Almodovar ήταν ένας άνθρωπος με ελάχιστη μόρφωση που σε όλη του τη ζωή μετέφερε βαρέλια με κρασί με το μουλάρι του, ενώ η μητέρα του Francisca Caballero βοηθούσε ως δασκάλα κάποιες ώρες στο χωριό που έμεναν.
Όταν ο Amodovar έγινε 8 ετών, οι δικοί του τον έστειλαν να σπουδάσει στο θρησκευτικό οικοτροφείο της πόλης Caceres στα δυτικά της χώρας με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα γινόταν ιερέας. Ύστερα ωστόσο, από λίγο διάστημα η οικογένεια μεταφέρθηκε και εκείνη στο Caceres όπου ο πατέρας του άνοιξε ένα βενζινάδικο και η μητέρα του ένα οινοπωλείο όπου παρασκεύαζε δικό της κρασί.
Αν και το Calzada δεν διέθετε κινηματογράφο, δεν συνέβαινε το ίδιο και με το Caceres στο οποίο εκτός του σχολείου και των εκεί δραστηριοτήτων, ο Pedro είχε την ευκαιρία να έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την μεγάλη οθόνη. Όπως είχε αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξή του ο κινηματογράφος ήταν η πραγματική μόρφωσή του σε σχέση με εκείνη του οικοτροφείου.
Οι επιρροές του προέρχονταν από σκηνοθέτες όπως, ο Luis Brunuel, ο Rainer Werner Fassbinder, ο Alfred Hitchcock, Ingmar Bergman, Federico Fellini και πολλοί ακόμα ρεαλιστές και νεορεαλιστές.
Όπως ήταν φυσικό, η επιθυμία των γονιών του να γίνει ιερέας έμεινε απλά ένας ευσεβής πόθος, καθώς ο νεαρός Pedro είχε άλλα όνειρα πολύ πιο μεγάλα από το να υπηρετεί απλά τον Κύριο. Παρά λοιπόν, την αντίθετη γνώμη τους εκείνος μετακόμισε στη Μαδρίτη το 1967 με στόχο να καταφέρει να επιτύχει ως σκηνοθέτης. Ο δρόμος δεν ήταν εύκολος καθώς ούτε οικονομικά μπορούσε να σταθεί αλλά και η Εθνική Σχολή Κινηματογράφου είχε κλείσει από τον Φράνκο με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να γίνει αυτοδίδακτος. Για να βγάλει τα προς το ζην έκανε αρκετές δουλειές του ποδαριού όπως το να πουλάει μεταχειρισμένα αντικείμενα σε ένα πάγκο στην περίφημη υπαίθρια αγορά της Μαδρίτης El Rastro, ενώ κατάφερε να βρει πλήρη απασχόληση στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών της Ισπανίας Telefonica, όπου εργάστηκε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια ως διοικητικός υπάλληλος. Η θέση του στην Telefonica του επέτρεπε να εργάζεται επάνω στον κινηματογράφο τα απογεύματα καθώς τελείωνε το μεσημέρι δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει ασχοληθεί με τη μεγάλη του αγάπη.
Η είσοδός του στον κινηματογραφικό κόσμο έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1970 όταν ασχολήθηκε με το πειραματικό σινεμά και το θέατρο. Συνεργάστηκε με την πρωτοπόρα τότε θεατρική ομάδα Los Goliardos, όπου κατάφερε να κερδίσει τον πρώτο του επαγγελματικό ρόλο και να γνωρίσει την Carmen Maura. Παράλληλα, ο Almodovar έγραφε κόμικς και έδινε άρθρα και ιστορίες του σε αρκετά περιθωριακά περιοδικά της εποχής.
Η άνθηση της εναλλακτικής πολιτιστικής σκηνής στη Μαδρίτη ήταν ιδανική για τον Almodovar. Υπήρξε σημαντικό πρόσωπο στην πολιτιστική κίνηση La Movida Madrilena, η οποία ακολούθησε την πτώση του Φράνκο από την πολιτική σκηνή της χώρας, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε με ψευδώνυμα σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, όπως το El Pais, Diario 16 και La Luna. Μάλιστα, οι ιστορίες που έγραφε κυκλοφόρησαν όλες μαζί σε μία συλλογή με τον τίτλο El sueno de la Razon.
Ο Almodovar αγόρασε την πρώτη του κάμερα με τον πρώτο του μισθό από την Telefonica σε ηλικία μόλις 22 ετών και ξεκίνησε να γυρίζει ταινίες μικρού μηκούς. Το 1974, το πρώτο του φιλμ μικρού μήκους ήταν γεγονός και μέχρι τα τέλη της δεκαετία του 1970 είχε κυκλοφορήσει δουλειά του στο κύκλωμα της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης. Οι ταινίες αυτές είχαν έντονες σεξουαλικές αφηγήσεις και καθόλου μουσική γιατί ήταν αρκετά δύσκολο να το καταφέρει μόνος του.
Το 1978 κατάφερε να τελειώσει την πρώτη του μεγάλη κινηματογραφική ταινία ύστερα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια Folle, folle, folleme, Tim και την πρώτη του ταινία 16mm, Salome, η οποία αποτέλεσε και την πρώτη του πραγματική επαγγελματική κινηματογραφική εμπειρία. Μάλιστα, οι αστέρες του κινηματογράφου Carmen Maura και Felix Rotaeta, ήταν εκείνοι που τον προέτρεψαν να κάνει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους σε 16 mm βοηθώντας τον να εξοικονομήσει χρήματα για να γυρίσει την ταινία του Pepi, Luci, Bom y otras chicas del Monton το 1980.
Από το 1980 συνεχίζει ακάθεκτος να γυρίζει μοναδικές ταινίες που τον ξεχώρισαν και τον καθιέρωσαν ανάμεσα στους μεγαλύτερους σκηνοθέτες παγκοσμίως. Αρχικά σχεδόν κάθε χρόνο φρόντιζε να γυρίζει μία ταινία ενώ από το 1984 πάντα εντός δύο ή τριών χρόνων μέχρι και σήμερα βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες μία δική του παραγωγή. Έχει καταφέρει να κερδίσει 2 φορές Όσκαρ, το ένα το 1999 για την Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία με το Todo Sobre Mi Madre (Όλα για τη μητέρα μου) και ένα το 2002 για το Καλύτερο Πρωτότυπο Σενάριο της ταινίας Hable Con Ella (Μίλα της). Η μούσα του τα τελευταία χρόνια είναι η Πενέλοπε Κρουζ την οποία και ανέδειξε εξτοξεύοντας την καριέρα της.
Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι οι ιστορίες του στηρίζονται πάνω σε ένα βασικό γυναικείο πρόσωπο που γύρω του εξελίσσεται η ιστορία κρατώντας κάτι από τον παλιό κλασσικό αμερικανικό κινηματογράφο που τον επηρέασε, ενώ υποστηρίζει ότι οι κινηματογραφιστές δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι το κλειδί της επιτυχία βρίσκεται στο γεγονός ότι μία ταινία πρέπει να δημιουργείται με στόχο να διασκεδάσει και να ψυχαγωγήσει το κοινό της. Αν το πετύχει θα είναι σίγουρα μια καλή ταινία.
Στην προσωπική του ζωή έχει παραδεχτεί ανοιχτά ότι είναι ομοφυλόφιλος, ενώ στις περισσότερες από τις ταινίες του έχει στοιχεία από αυτή την κοινωνική ομάδα φέρνοντας μια διαφορετική ματιά για την κοινότητα των ομοφυλοφίλων στον ισπανικό κινηματογράφο και την Ισπανία.
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και η τελευταία του ταινία στην Ελλάδα, La Piel que Habito (Το δέρμα που κατοικώ), με πρωταγωνιστή τον Antonio Baderas, ενώ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο φετινό διαγωνιστικό μέρος του Φεστιβάλ των Καννών.
Κάτι που δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό είναι ότι ο Almodovar σε νεαρή ηλικία έβαζε περούκα και έβαφε έντονα τα μάτια του συμμετέχοντας σε ένα μουσικό συγκρότημα αποδεικνύοντας την έμφυτη και ιδιαίτερη καλλιτεχνική του κλήση που δεν περιορίζεται παρά μόνο εκφράζεται ελεύθερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου