Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Η ιδέα του κομμουνισμού και το φετίχ του Ζίζεκ: διασχίζοντας μια κακή σύνθεση


 
Η επίπεδη (μη) σύνθεση που εισηγείται ο Zizek δεν προσπερνά απλώς την ιστορική κριτική στα αίτια του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού αλλά αγνοεί ομοίως τις εντάσεις ανάμεσα στην κρατική διακυβέρνηση και την αυτονομία των κινημάτων

Του Αλέξανδρου Κιουπκιολή


H πολιτική της κοινωνικής χειραφέτησης ταλανίζεται από τα ίδια, σταθερά επανερχόμενα διλήμματα από τα τέλη του 19ου αιώνα ως σήμερα: θα πρέπει να στηρίζεται κατεξοχήν στην κοινωνική εμμένεια, στις εγγενείς δυνάμεις και εξελικτικές τάσεις της οικονομίας και της κοινωνίας, ή να επιδιώκει δραστικές πολιτικές παρεμβάσεις στις κοινωνικές συνθήκες; Απαιτεί ισχυρές ηγεσίες, συγκεντρωτική οργάνωση, θεσμική συγκρότηση και κατάληψη του κράτους ή αυθόρμητες πρωτοβουλίες «από τα κάτω», αυτο-οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων, αποκεντρωμένη δράση των αυτόνομων κινημάτων; Σε αυτές τις υπεραιωνόβιες αντιπαραθέσεις προστίθεται σήμερα μία ακόμη: η αναζήτηση και δημιουργία του νέου στην εποχή μας αφορά μόνον την υπέρβαση του καπιταλισμού και του κράτους του ή θα πρέπει να επεκταθεί και στη διερεύνηση νέων σχημάτων αντίστασης και κοινωνικής ανασυγκρότησης, πέρα από τις συνταγές του σοσιαλκομμουνιστικού παρελθόντος; Τα διλήμματα αυτά θα μπορούσαν κατ’αρχήν να επιτρέψουν μια πολιτική εξήγηση της γοητείας του Zizek. Γιατί ο Zizek διακηρύσσει τώρα μια ανανεωμένη Ιδέα του Κομμουνισμού που μοιάζει να προσφέρει την επιζητούμενη σύνθεση των αντιθέσεων σε τρεις διαστάσεις.
Κατά πρώτον, η Ιδέα του Κομμουνισμού ριζώνει στην κοινωνική εμμένεια, δηλαδή σε αντιθέσεις που εντοπίζονται σε συστατικά πεδία του κοινού βίου και στην κοινωνική ανάγκη προάσπισης των κοινών απέναντι στη βία της καπιταλιστικής απαλλοτρίωσης [1]. Το κοινό του πολιτισμού, τα δίκτυα επικοινωνίας και η παραγωγή γνώσης (επιστημονικής, software κ.α.), περιφράζεται και βιάζεται από την ιδιωτική ιδιοκτησία, τα «πνευματικά δικαιώματα» του κεφαλαίου. Το κοινό της εξωτερικής φύσης καταστρέφεται από την αγοραία εκμετάλλευση. Το κοινό της εσωτερικής φύσης, η βιογενετική μας κληρονομιά, απειλείται με τερατώδεις παραμορφώσεις αν οι νέες βιοτεχνολογίες γίνουν έρμαια κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Από την άλλη, οι εμμενείς αντιθέσεις δεν θα επιλυθούν με μια οιονεί αυτόματη αυτεπιβεβαίωση της κοινής ουσίας των ανθρώπινων σχέσεων. Θα κριθούν από την πολιτική που θα ηγεμονεύσει στην αντιμετώπιση ενός τέταρτου ανταγωνισμού, της διαίρεσης μεταξύ των κοινωνικά αποκλεισμένων και των ενσωματωμένων. Για να γίνει πράξη η Ιδέα του Κομμουνισμού, η διάσωση των κοινών της φύσης και του πολιτισμού δεν θα πρέπει να επιδιωχθεί από μια αυταρχική διακυβέρνηση που αναπαράγει τις κρατούσες ιεραρχίες, αλλά με την εισβολή της καθολικότητας ενός «μέρους χωρίς μέρος». Κομμουνισμός είναι η δράση του πλήθους των αποκλεισμένων που διασαλεύει το ιεραρχικό καθεστώς και αποκαθιστά τη Δικαιοσύνη της ίσης ελευθερίας επιβάλλοντας εξισωτικές λύσεις στα κοινά διακυβεύματα [2].

Κατά δεύτερον, η Ιδέα του Zizek προσβλέπει αφενός σε μια ριζικά νέα αρχή, καλώντας μας να επαναλάβουμε την πράξη του νέου ξεκινήματος που επιτελέστηκε με τη Γαλλική και τη Ρωσική Επανάσταση αλλά ακολουθώντας μια καινούρια πορεία [3]. Όπως οι Hardt και Negri και άλλοι κήρυκες του σύγχρονου αντικαπιταλισμού, εγείρει το αίτημα της υπέρβασης του κράτους και της αγοράς, αλλά σε ερωτηματική μορφή, ελλείψει συνταγών. Το ζήτημα είναι να συμβάλουμε στην ανάδυση μιας νέας τέχνης του κοινού ελεύθερου βίου. [4]

Ο Zizek επίσης, όπως οι Hardt και Negri, θέλει να συνδράμει στο ιστορικό άνοιγμα και την κοινωνική μεταμόρφωση εμμένοντας στις δυνατότητες μιας δημιουργικής πράξης η οποία αλλάζει άρδην τους θεμελιώδεις κανόνες και εισάγει το νέο στα ενδεχομενικά χάσματα του είναι [5].  Από την άλλη, κλίνοντας προς τον ηγεμονισμό του Laclau, ο Zizek δεν ταυτίζει τις ρηξικέλευθες δυνάμεις του νέου με ένα καινοφανές παραγωγικό πλήθος ετεροτήτων à la Hardt και Negri. Aντιθέτως, σε αυτή τη διασπορά των δημιουργικών διαφορών και της αέναης αλλαγής διαβλέπει το κυρίαρχο πνεύμα του ύστερου καπιταλισμού. Η αιώνια Ιδέα της εξισωτικής δικαιοσύνης και ελευθερίας, που επιβιώνει των χαμένων επαναστάσεων και στοιχειώνει τα πνεύματα, διακρίνεται από ιστορικές σταθερές τις οποίες έχει επισημάνει ο Alain Badiou. Αυτές συστήνουν μαχητικές πειθαρχίες και εξουσιαστικούς αγώνες για την εγκαθίδρυση μιας νέας τάξης πραγμάτων.

1. Αυστηρή εξισωτική δικαιοσύνη. Όλοι θα πρέπει να υπόκεινται στις ίδιες ρυθμίσεις και να πληρώσουν π.χ. το ίδιο τίμημα για την αποφυγή της οικολογικής καταστροφής. 2. Τρομοκρατία. Αυστηρή τιμωρία όσων παραβιάζουν τους κοινούς νόμους, και περιορισμοί των φιλελεύθερων δικαιωμάτων. 3. Βολονταρισμός. Οι συλλογικές αποφάσεις για την προστασία και την ανάκτηση των «κοινών» αντιμάχονται την «αυθόρμητη» λογική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. 4. Πίστη στον λαό, στην υποστήριξη των αυστηρών εξισωτικών μέτρων από τη μεγάλη πλειοψηφία. [6] Eν ολίγοις, δεν θα πρέπει κατά τον Zizek να εγκαταλείψουμε το ιακωβινικό και λενινιστικό παράδειγμα της συγκεντρωτικής δικτατορικής εξουσίας. [7] Και αυτό για αρκετούς λόγους.

Στη σφαίρα μιας ενδεχομενικής οντολογίας, η Ιστορία δεν εργάζεται για εμάς και κανένας κοινωνικός αυτοματισμός δεν θα εξασφαλίσει τον επιδιωκόμενο μετασχηματισμό. Αντιθέτως, απαιτείται μια αποφασιστική πολιτική παρέμβαση, η ισχύς της οποίας είναι συνάρτηση της συσπείρωσης δυνάμεων. [8] Περαιτέρω, o ύστερος καπιταλισμός είναι μια ιστορική συνθήκη διαρκών ανατροπών, αχανούς διαφοροποίησης και άεναης εφευρετικότητας. Η μετάπλαση ενός τέτοιου έκκεντρου και πληθυντικού κόσμου προϋποθέτει την κατάληψη ενός σταθερού σημείου που θα διαφύγει από το χωνευτήρι των ρευστών και αδιάφορων διαφορών για να εδραιώσει τις συντεταγμένες ενός άλλου σύμπαντος. [9] Έπειτα, ο κατακερματισμός της εργατικής τάξης και των αποκλεισμένων ναρκοθετεί τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης, καθιστώντας αναγκαία τη συγκέντρωση των διεσπαρμένων υποκειμένων.  [10] Τέλος, τα αυτόνομα κινήματα και το οριζόντιο πλήθος προϋποθέτουν την αντιπροσωπευτική εξουσία ως απαράγραπτο όρο για την ανάπτυξή τους. Αυτό το δίδαγμα συνάγει ο Zizek από τις αποτυχίες αντι-κρατιστικών πειραματισμών όπως η Πολιτιστική Επανάσταση. To δημοκρατικό κράτος, με την ισχύ και την αφηρημένη καθολικότητα των δικαιωμάτων του, συντηρεί το αναγκαίο υπέδαφος για την εκφραστική ελευθερία των κινημάτων. Οι κρατικοί μηχανισμοί δεν είναι μόνον οι αποδέκτες των αιτημάτων των κινημάτων, αλλά διασφαλίζουν και ένα σταθερό κοινωνικό πλαίσιο για τη δραστηριότητά τους.[11]

Σε αυτό το πεδίο επιχειρείται από τον Zizek η τρίτη κρίσιμη σύνθεση των ανταγωνιστικών προσανατολισμών στην εξισωτική δράση. Σε αντίθεση με μια δεσπόζουσα τάση που προκρίνει την αποστασιοποίηση από το κράτος και την αυτοδιεύθυνση των αντιστάσεων, [12] ο Zizek επιμένει σε μια «δυαδική εξουσία» που θα συναιρεί την κινηματική αυτονομία με την κρατική εποπτεία. Έτσι ο Chavez και ο Morales αναγορεύονται σε υποδείγματα μιας εκσυγχρονισμένης «δικτατορίας του προλεταριάτου» που ελέγχει την κρατική εξουσία αλλά συμπλέκεται προνομιακά με τα αυτο-οργανωμένα κινήματα των φτωχών και των αποκλεισμένων. Αυτά αποτελούν την ουσιαστική βάση των εν λόγω κυβερνήσεων, την πηγή της νομιμοποίησής τους και το κατεξοχήν αντικείμενο αναφοράς τους. [13] Έτσι ανακτάται η κομμουνιστική αλήθεια του Λένιν (από το Κράτος και Επανάσταση). Σκοπός της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν είναι η απλή κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Είναι η ριζική αναδιάρθρωση της λειτουργίας της που θα τείνει να γίνει μη κρατιστική με την άμεση κινητοποίηση της βάσης και την παράκαμψη των μεσολαβητικών δομών. [14]

Μια αρχική ένδειξη για το ψεύδος αυτής της μη σύνθεσης του Zizek παρέχουν πολλαπλές αποστροφές του που εξυμνούν απλοϊκά τον αυταρχισμό της λενιστικής δικτατορίας. Έτσι η θεμιτή κατ’αυτόν «επαναστατική τρομοκρατία» μιας αυθεντικής δημοκρατικής έκρηξης συνίσταται στη «βίαιη επιβολή μιας νέας τάξης πραγμάτων», «με αυστηρούς περιορισμούς των φιλελεύθερων ‘ελευθεριών’». [15] Ο ολοκληρωτισμός περιέχει μια «στιγμή αλήθειας» καθώς οι πολιτικοί ηγέτες δεν εκπροσωπούν απλώς συγκροτημένα λαϊκά συμφέροντα, αλλά αρθρώνουν ενεργά αυτά τα συμφέροντα. «Χρειάζεται απαραίτητα ένας ηγέτης για να υποδαυλίσει τον ενθουσιασμό για μια Υπόθεση, να επιφέρει τη ριζική αλλαγή στην υποκειμενική θέση των οπαδών του, να ‘μετουσιώσει’ την ταυτότητά τους». [16] Καλούμαστε επίσης να ασπαστούμε τη «ριψοκίνδυνη επιλογή» του Κόμματος που θα ελέγχει το κράτος και θα «αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως τη Selbst-Aufhebung των κινημάτων: δεν διαπραγματεύεται με τα κινήματα, αλλά αποτελεί ένα μετουσιωμένο κίνημα υπό τη μορφή της πολιτικής καθολικότητας, είναι έτοιμο να αναλάβει πλήρως την κρατική εξουσία, και, ως τέτοιο, ne s’autorise que de lui-même». [17] Τέλος, μια «απάνθρωπη θέση απόλυτης ελευθερίας (από μόνος μου, είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω...) η οποία συμπίπτει με την απόλυτη υποταγή σε ένα Καθήκον...είναι, ίσως, αυτό που χαρακτηρίζει το επαναστατικό υποκείμενο στο βαθύτερο είναι του».[18]

Bίαιος επαναστατικός μετασχηματισμός υπό την καθοδήγηση ενός ηγέτη και ενός Κόμματος-καθολικού εκπροσώπου, το οποίο αυτο-νομιμοποιείται να επιστρατεύσει την κρατική εξουσία με απόλυτη ελευθερία και αφοσίωση σε ένα Καθήκον: αν αυτές οι λογικές δεν είναι η πεμπτουσία του κακού λενινισμού που στρώνει τον δρόμο για τη βίαιη ολοκληρωτική εξουσία, αναρωτιέται κανείς τι άλλο είναι. Και απορεί πώς η άκριτη ανακύκλωση γενεσιουργών ιδεών του σταλινισμού συμβιβάζεται στο ελάχιστο με τη θέση του Zizek ότι δεν θα πρέπει «να ακολουθήσουμε [τον Λένιν] και να κάνουμε το ίδιο σήμερα»∙  [19] ότι θα πρέπει να δεχθούμε το τρομοκρατικό παρελθόν ως δικό μας «ακόμη και –ή ακριβώς επειδή- το απορρίπτουμε κριτικά...θα πρέπει να κάνουμε την κριτική επεξεργασία καλύτερα από τους αντιπάλους μας».[20] Οι αποκλίσεις προς τον ιστορικό λενινισμό ακυρώνουν επίσης την έκκληση του Zizek να επαναλάβουμε την ίδια την αρχική πράξη του ξεκινήματος καθώς αναπαράγουν την αποτυχία της συντελεσμένης αρχής. Αναιρούν ταυτόχρονα τον απραγματοποίητο, δυναμικό χαρακτήρα της Ιδέας του Κομμουνισμού καθώς την βαραίνουν καταλυτικά με τις ιστορικές της ήττες. Καταδεικνύουν, τέλος, ότι ο ηγεμονικός πόλος του κρατισμού, της εκπροσώπησης και του κάθετου εξουσιασμού δεν έχει υποστεί τη βάσανο μιας ουσιαστικής κριτικής αναμόχλευσης που θα εννοεί τα αίτια των παρεκτροπών του και τη δυναμική του αντίθεση με τον πόλο της αυτο-οργάνωσης.

Η επίπεδη (μη) σύνθεση που εισηγείται ο Zizek δεν προσπερνά απλώς την ιστορική κριτική στα αίτια του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού αλλά αγνοεί ομοίως τις εντάσεις ανάμεσα στην κρατική διακυβέρνηση και την αυτονομία των κινημάτων. [21] Η στενή διαπλοκή των κινημάτων με τις κυβερνήσεις έχει εγγενώς την τάση να υπονομεύει την παραγωγική αυτενέργεια της κοινωνίας και την οριζόντια αυτοδιεύθυνση. Διοχετεύοντας την κινηματική διεκδίκηση στους κρατικούς μηχανισμούς, τείνει να απο-κινητοποιεί τα ίδια τα κινήματα και να ενσωματώνει τους δρώντες στη γραφειοκρατία και τα κυβερνητικά παιχνίδια. Γενικά, στη σχέση της με τα κινήματα, η κρατική εξουσία είναι κατά κανόνα ο ισχυρότερος εταίρος λόγω της οργανωτικής της συγκρότησης και της θεσμικής της εξάπλωσης, ενώ προβάλλει εξαρχής μονοπωλιακές αξιώσεις στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Έτσι η κρατική λογική της άνωθεν, συγκεντρωτικής διεύθυνσης και οι θεσμοποιημένοι μηχανισμοί της επιβάλλονται σε χαλαρά οργανωμένες, μη ιεραρχικές πρωτοβουλίες και καταστέλλουν τη δημιουργική δράση. Μια ώσμωση μεταξύ διάχυτης κοινωνικής αυτοθέσμισης και συντονισμένης παρέμβασης σε θεσμικούς τόπους της εξουσίας προϋποθέτει ό,τι λείπει από την προσέγγιση του Zizek: την οξεία επίγνωση των αντιθέσεων και των κινδύνων, και την επεξεργασία των αναγκαίων όρων για τη διασφάλιση της κινηματικής αυτοδυναμίας.

Στο πεδίο, λοιπόν, των κεντρικών κατευθύνσεων της εξισωτικής πολιτικής ο Zizek συμπαραθέτει ελαφρά τη καρδία δυνητικές αντιθέσεις σαν να ήταν απλές και αγαθές διαφορές. Δεν περιορίζεται στη συμπαράταξη του κρατιστικού λενινισμού με την αντι-ιεραρχική αυτονομία αλλά προχωρά και στον ιλαρό συνδυασμό μιας αντικαπιταλιστικής ρητορείας με τη διαφήμιση της σοσιαλδημοκρατικής Νορβηγίας ως σύγχρονου προτύπου. [22] Την ιδεολογική λειτουργία του ‘anything goes’ την έχει φωτίσει εύγλωττα ο ίδιος ο Zizek. Αποτελεί την αποθέωση ενός κακού «μεταμοντερνισμού» που παρατάσσει δυνάμει αντιθέσεις ως ελεύθερα συνδυαζόμενες διαφορές και συσκοτίζει έτσι ένα ανταγωνιστικό δυναμικό που θα μπορούσε να υποδαυλίσει την ανάδυση του Νέου [23]. 

Ασφαλώς, αυτή η συμπερίληψη αντιθετικών διαφορών επιτρέπει στον λόγο που την εκφέρει να σαγηνεύσει διαφορετικά πολιτικά ακροατήρια. Αλλά στον χώρο της ανατρεπτικής αριστεράς, πιο συγκεκριμένα, ο ειδικότερος μηχανισμός που εξηγεί τη σαγήνη του Zizek είναι η «φετιχιστική απάρνηση» όπως την έχει περιγράψει ο Γ. Σταυρακάκης [24].  «Η απάρνηση, ως θεμελιώδης λειτουργία της διαστροφής, συνεπάγεται την ταυτόχρονη αναγνώριση και άρνηση ενός πράγματος –στην κλινική, του ευνουχισμού. Η απάντηση του Zizek αντιστοιχεί, πράγματι, σε αυτή την περιγραφή». 

O φετιχιστής που «απαρνείται» γνωρίζει την πραγματικότητα του ευνουχισμού, αλλά προσπαθεί να την ξεχάσει αναπτύσσοντας έναν υποκατάστατο σχηματισμό για το πέος που λείπει: το φετίχ. Η φόρμουλα της φετιχιστικής απάρνησης είναι: «Γνωρίζω πολύ καλά....αλλά ωστόσο...» [26].  Γνωρίζω πολύ καλά ότι η βίαιη επιβολή μιας νέας τάξης πραγμάτων με την κατάληψη της κρατικής εξουσίας από ένα κόμμα-αυτοδίκαιο εκφραστή των κινημάτων, υπό τη διεύθυνση ενός ηγέτη, είναι η κλασική συνταγή του ολοκληρωτισμού...αλλά ωστόσο θέλω να διατηρήσω αυτά τα φετίχ του επαναστατικού λενινισμού. Γνωρίζω πολύ καλά ότι εξουσιαστική ηγεμονία και η ίση αυτονομία των από κάτω είναι πιθανό να συγκρουστούν καταστροφικά, αλλά ωστόσο τις παρουσιάζω ως αλληλοενισχυόμενες αδελφές.

Ασφαλώς, αυτά τα φετίχ, και η ιστορική γνώση της λενινιστικής αποτυχίας που αρνείται να γίνει αναγνώριση, δεν είναι ίδιον του Zizek αλλά μιας ολόκληρης μερίδας της υπαρκτής αριστεράς, η οποία είναι φυσικό να γοητεύεται από μια «radical chic» επανάρθρωσή τους. Ωστόσο ένα πραγματικά νέο ξεκίνημα προϋποθέτει μια πραγματική προσπάθεια αποσόβησης των χειρότερων εκτροπών του παρελθόντος και μια πραγματική αναμέτρηση με τις προκλήσεις του παρόντος, χωρίς φετιχιστικές παρωπίδες. Ο φετιχισμός μπορεί να είναι καλός για το σεξ, αλλά δεν ενδείκνυται για τις πολιτικές της ελευθερίας.

Η αποφετιχοποίηση των ριζοσπαστικών πολιτικών δεν μπορεί να είναι μονόφθαλμη και να ανέχεται τη φετιχοποίηση της κινηματικής αυτενέργειας. Δεν επιτάσσει την εξαρχής εγκατάλειψη του συγκεντρωτικού συντονισμού, της παρέμβασης σε θεσμικά κέντρα εξουσίας και την απεμπόληση του οργανωτικού εξοπλισμού του κράτους υπέρ του αυτοσχεδιασμού, της χαλαρής δικτύωσης των κινημάτων και της ριζικής αποστασιοποίησης από το κράτος. Υπαγορεύει, όμως, την πλήρη αναγνώριση της μεταξύ τους έντασης και τη δημιουργική, πολιτική της διαχείριση. Στον βαθμό που η μερική σύνταξη των δύο στρατηγικών είναι σκόπιμη σε συνθήκες κοινωνικής πολυπλοκότητας, κατακερματισμού, παγκόσμιας διασύνδεσης και εκτενούς θεσμοποίησης, η γονιμότερη λύση της έντασης θα ήταν ίσως η μη λύση· η εκκρεμής απόπειρα διαζευκτικής σύζευξης των δύο λογικών στις πολιτικές κινήσεις της εξισωτικής ελευθερίας, με τη μερική διατήρηση του μεταξύ τους ανταγωνισμού [27].

Αυτή η αρνητική σύναψη μπορεί να επιτρέψει τη διηνεκή αμφισβήτηση εκ των ένδον τόσο των κάθετων ιεραρχιών, των ομογενοποιήσεων και των αποκλεισμών, όσο και ενός παραλυτικού, ασυντόνιστου αυθορμητισμού, που συγκαλύπτει επίσης τις πιθανές δομές εξουσίας στα κυκλώματα δράσης του. Με την προϋπόθεση της αμοιβαίας διάβρωσης των δογματισμών, θα συντείνει ακόμη σε μια τακτική ευελιξία που ανάλογα με τις συγκυρίες θα προκρίνει τη συγκεντρωτική πειθαρχία ή την οριζόντια πράξη, τον προγραμματισμό ή την ανοικτή εκδίπλωση της φαντασίας, τους αποκλεισμούς και την αντιπαράθεση ή τη συμπερίληψη και τη νέα δημιουργία. Έτσι η μη σύνθεση των αντιμαχόμενων πολιτικών στα πλαίσια ενός ενιαίου-και-διχασμένου πολιτικού υποκειμένου μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή αναστοχασμού, ανοικτότητας και ενέργειας για ένα εναλλακτικό σχέδιο ανατροπής, αρκεί οι «αυτονομιστικές» και «συγκεντρωτικές» τάσεις να συμβαδίζουν σε μια μετέωρη σχέση αμοιβαίας κριτικής και μερικής σύγκλισης.
----------------------------

1. Slavoj Zizek (2009) First as tragedy then as farce, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, σ.88.
2.  Slavoj Zizek (2010a) ‘How to begin from the beginning’ στο Κώστας Δουζίνας και 3. Slavoj Zizek (2010) The Idea of Communism, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, σσ.214-215, Slavoj Zizek (2008) In defense of lost causes, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, σσ.420-429, Ζizek (2009), σσ.97-99.
4.  Ε.α, σσ.86-87.
5.  Zizek (2010a), σσ.210-211, 219.
6.  Zizek (2008), σσ.309-316.
7. Ε.α., σ.461.
8.  Zizek (2010a), σ.217∙ (2009), σ.125.
9.  Zizek (2008), σ.460.
10. Zizek (2004) Organs without bodies, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge, σ.213.
11.  Zizek (2010a), σσ.225-226.
12.  Zizek (2008), σσ.371, 375-377∙ (2009), σ.130∙ (2004) σσ.198-202.
13.  Zizek (2009), σ.130∙ (2008), σσ.337-380.
14.  Zizek (2008), σσ.376-379, 427, πρβλ. Ζizek (2010b) Living the end times, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Verso, σσ.160-161.
15.  Ζizek (2009), σσ.130-131, 155.
16.  Ζizek (2008) σσ.419, 461. Πρβλ. Ζizek (2009), σ.125. Στο Living the end times, ο Zizek αναρωτιέται επιπλέον μήπως η αριστερά θα πρέπει να επανοικειοποιηθεί «τον ‘παλιό εγελιανό τόπο’ ενός ισχυρού Κράτους που θεμελιώνεται σε μια κοινή ηθική ουσία» (ε.α, σ.200).
17.  Zizek (2008), σ.378. Πρβλ. (2004), σ.198 και (2010b), σ.128 όπου υπερασπίζεται τη «λατρεία της προσωπικότητας».
18.  Zizek (2008) σ.377. Βλ. επίσης αυτ., σ.427.
19.  Ζizek (2008) σ.171. Ο Zizek ερωτοτροπεί και αυτός, έστω και στιγμιαία, με μια «οντολογικοποίηση» της κομβικής θέσης του ότι η αυτο-οργάνωση των πληθυντικών κινημάτων δεν επαρκεί για την πολιτική συγκρότηση μιας ελεύθερης κοινωνίας και έτσι είναι απαραίτητη η διατήρηση της αντιπροσωπευτικής κρατικής εξουσίας. Βλ. αυτ., σσ.369-370.
20.  Ε.α., σ.141.
21.  Ε.α., σ.160.
22.  Βλ. Raul Zibechi (2010) Aυτονομίες και χειραφετήσεις. Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα,σσ. 54-64, 99, 188-194, 298-299, 325-334,  Βenjamin Dangl (2010), Dancing with dynamite. Social movements and states in Latin America, Oakland και Εδιμβούργο: AK Press, σσ. 19-21, 31-33, 55, 70-71, John Holloway(2010) Crack capitalism, Λονδίνο: Pluto Press, όπου διερευνάται η σχέση κινημάτων και «αριστερών κυβερνήσεων» στη Λατινική Αμερική σήμερα.
23.  Zizek (2010b), σ.359.
24.  Ε.α., σ.253.
25.  Γιάννης Σταυρακάκης (2007) The Lacanian Left, Εδιμβούργο: Edinburgh University Press, σσ.128-134.
26.  Ε.α., σ.130.
27.  Ε.α., σ.132.

http://rednotebook.gr/details.php?id=2087

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...